Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

ο μπαμπα-Νίκας

 αφήγημα του Φώτη Τσαρούχη, ιεροψάλτη Θέρμου

Ο γερο-Νίκας, ψάλτης από παιδί, που τον συργάναγε ο παπάς πατέρας του πότε 'δω και πότε 'κει, σ' όποια εκκλησία πήγαινε -γιατί θα 'χε τέσσερα - πέντε χωριά που εξυπηρετούσε- κι έψελνε στο αναλόγιο να τον βοηθάει, σέρνει τα πόδια του ν' ανέβει να πει τον χερουβικό ύμνο. Ο ψάλτης απ' τη στιγμή που τον είδε ή μάλλον που τον άκουσε να μπαίνει στην εκκλησία, με τα συρτά και χτυπητά βήματα, τον περίμενε ν' ανέβει αυτήν την ώρα, όπως το συνήθιζε. Στην αρχή απογοητεύτηκε που πάλι δεν θα έψελνε το χερουβικό αυτός και θα του το έδινε αναγκασμένος από ευγένεια, αλλά μετά σκέφτηκε "βρε, δεν πάει στο καλό; Αυτός γέρος είναι, πόσα χερουβικά θα πει ακόμα; Ας έρθει!". Και τον σέβονταν βέβαια είναι η αλήθεια, τον είχε σαν δάσκαλο του, έμαθε πολλά απ' αυτόν κι ας τον τυραγνούσε καμιά φορά βάζοντάς του στο αναλόγιο μουσικά κείμενα και λέγοντάς του να ψάλλει απ' αυτά, ότι αυτός δήθεν μόνον τέτοια βιβλία βάζει στο ψαλτήρι του ως μουσικός που είναι, για να γελάσει και να καμαρώσει και για τον εαυτό του, όταν του πει να τα πάρει από μπροστά του και να του φέρει να βλέπει λέξεις σκέτες, χωρίς παράξενα σημάδια.

-Γεια σου, μπαρμπα-Νίκα! Τι χερουβικό θα μας πεις σήμερα; Ρώτησε ξέροντας την απάντηση, αφού την ίδια δίνει πάντα, όταν του γυρεύει να ψάλλει κάτι.

-Ε, του Κουκουζέλους θα πω, παιδί μου. Ένα χερουβικό του Κουκουζέλους θα πω, τι να πω; Του Κουκουζέλους... «Κι αυτός μωρέ ο αγράμματος», σκέφτονταν, «που ξέρει από Κουκουζέλη; Αχ! Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που τον ανέβασα εδώ να λέει μπροστά μου ότι θα πει Κουκουζέλη. Για δείτε θράσος! Που δεν μπορώ να τον πω ούτε κι εγώ καλά καλά και θα μας τον πει ο γερο Νίκας. Ποιος; Ο γερο-Νίκας που 'ναι εκατό χρονών, γέρος αγράμματος. Συγχώρα τον, Κουκουζέλη μου, ξύλο απελέκητο είναι, δε σε ξέρει».

Και με τούτες τις σκέψεις θύμωσε πάλι και του γύρισε απότομα το αναλόγιο, με μια απότομη ματιά σαν και να θελε να του ξεριζώσει τη λαλιά, να μη καταφέρει να ψάλλει το χερουβικό εν τέλει.

-Ξεκίνα! Για πες μας τον Κουκουζέλη λοιπόν, να μάθουμε κι εμείς!

-Όπως υπό του κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

-Αμην. Οιιιιιι τααααα Χεεεερουυυβιιιιμ, άρχισε ο μπαρμπαΝίκας να ψέλνει το χερουβικό σε ήχο Άγια μ' όλα του τα τερτίπια, γιατί τους ήχους τους ήξερε καλά, πολύ καλά, άριστα, από παιδί ακόμα! Ήταν του Κουκουζέλους το μέλος; Όχι, δεν ήταν! Όμως θα θελε τόσο πολύ ο γέρος να 'ταν, απ' την αγάπη που 'χε του Αγίου την τόση, που ίσως και να 'χε πάρει μια πένα ο Άγιος και να το κατέγραφε εκείνη την στιγμή με μουσικά σημάδια και στο τέλος και την υπογραφή του, με το γνωστό τρόπο «Τέλος, δόξα τω Θεώ, αμήν + Χειρ Ιωάννου Παπαδοπούλου του Κουκουζέλη», αυτό που 'λεγε ο γέρος και το απέδιδε σ' αυτόν. Κι ήταν ετούτος ο λόγος που 'κανε το γέρο να λέει ότι θα ψάλλει Κουκουζέλη: για να το χαρίσει σ' αυτόν ως δώρο, να ψάλλει ένα μέλος του, να τ' ακούσει ο Αη Γιάννης και να 'ναι το αντίδωρό του αυτό. Κι εκείνος βέβαια το 'ξερε, δικά του πράγματα έλεγε κι όχι του συνθέτη που υπεραγαπούσε, μα έβανε όλη του την αγάπη να συνθέσει μέσα του 'κείνη την ώρα ένα χερουβικό που μπορεί να πίστευε στ' αλήθεια ότι του Κουκουζέλη ήταν, αφού πολλές φορές τον άκουσα να λέει: "μέλος που το υπαγορεύει η γλύκα της ευγνωμοσύνης, του Κουκουζέλους δε θα 'ναι σύνθεση; αφού αυτός μόνον δεν συνέθετε τόσο γλυκά;"...

Τι εννοούσε με τη «γλύκα» ο γέρος και το 'λεγε και το ματάλεγε αυτό, ότι θέλει να 'ψέλνει γι αντίδωρο του Αη Γιάννη; Όταν πέθανε η σχωρεμένη η γυναίκα του, πέρασε πολύς κόσμος απ' το ξενύχτι στο σπίτι. Σαν ξημέρωνε κι άρχισαν οι επισκέφτες ν' αραιώνουν, λέει των ψαλτάδων που 'χαν έρθει εκείνη την ώρα:

-Ψάλτε κάτι, βρε παιδιά! Ό,τι θέλετε, ψάλτε κάτι να σας ακούσω.

Και ξεκίνησαν εκείνοι, σε νενανω, να ψέλνουν έναν ύμνο αναστάσιμο. Κοντά στη μία ώρα θα έψελναν. Είπαν κι ένα κράτημα μεγάλο στο τέλος, με μουσική απαυγασμένη απ' την ελπίδα της ανάστασης και της αντάμωσης. Ο γέρος άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε, μόνον τους πήρε αγκαλιά κι έκλαιγε πάνω τους για ώρα πολλή.

-Ποιος το 'γραψε αυτό για μένα, παιδιά μου;

-Α, μπαρμπα-Νίκα, δεν το 'γραψαν για σένα αυτό, έχει αιώνες που 'ναι γραμμένο. Ποιός ξέρει για ποιον, πάντως όχι για σένα, εσύ ήσουνα αγέννητος τότε, του απάντησαν γελώντας για την αφέλειά του, του αγράμματου του γέροντα, καθώς ψιθύρισαν μεταξύ τους.

-Και πως τον λένε αυτόν;

-Κουκουζέλη τον λένε, είναι και Άγιος της Εκκλησίας μάλιστα, ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης.

-Τι λες ρε παιδί μου! Πω! πω! κι έκατσε Άγιος άνθρωπος να γράψει μουσική για μένα; Και που ήξερε ρε παιδιά ότι εγώ θα χάσω τη γυναίκα μου, να το γράψει, να το χει έτοιμο για σήμερα κι ότι θα με παρηγορούσε μόνον ετούτο, που 'ρθε και μου καταγλύκανε τη καρδιά; Τι γλύκισμα έγραψε για μένα! Τι γλυκό πράμα ήταν ετούτο!

-Ντάξει, μπάρμπα, ντάξει, για σένα το 'γραψε. Όπως νομίζεις.

~Θρηνωωωω καιιι οδυυυροοομαιι οοτααν εννοοηησωωω τοοον θαααναατοοον...

-Πάλι ψέλνεις, μπαρμπα-Νίκα; Τι λες;

-Ε, παιδί μου, ένα μέλος του Κουκουζέλους λέω, σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, τι να πω;

Σε ήχο πλάγιο του τετάρτου ψέλναν και οι ψαλτάδες γύρω απ' το σκήνωμά του το ίδιο βράδυ το "αιωνία η μνήμη". Κι ήταν του Κουκουζέλους αυτό, απ' το δέκατο τέταρτο αιώνα, σε ωραία χαρτιά που κρατούσαν όλοι στα χέρια. Είδα και τ' όνομά του γραμμένο στη κορφή της σελίδας. Ή να μην ήταν του Κουκουζέλους; Σαν αυτά που έψελνε ο γερο-Νίκας ακούγονταν είναι η αλήθεια. Λέτε να 'ταν καμιά καταγραφή του Κουκουζέλους απ' ότι του χάριζε ο Νίκας κι αυτός να το βαλε μυστικά στα χαρτιά τους; Ή μήπως κατέγραψαν κρυφά οι ψάλτες κάποια φορά το Νίκα καθώς έψελνε; Δεν ξέρω... Δεν βγάνω άκρη. Σταματάω εδώ, ν' ακούσω κι εγώ μήπως και καταφέρω να γλυκαθώ και καταλάβω κάποτε τι εννοούσε ο γερο-Νίκας -Θεός σχωρέσ'τον. Περίεργα πράγματα κι ετούτα με τη μουσική, αλλόκοτα, αλλοπαρμένα, ακαταλαβίστικα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: