Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

μνήμη Γέροντος Δοσιθέου, ηγουμένου Ι.Μ. Τατάρνης.

 

Εις μνημόσυνον αιώνιον


 
Λέγεται ότι ουδείς αναντικατάστατος. Σωστά. Κανόνας, αλλά με τις εξαιρέσεις του. Τις σπάνιες ίσως. Που όμως κάποιες φορές, κάνουν  ιδιαίτερα  έντονο το  συναίσθημα της  ορφάνιας. Που η  έλλειψη  πονάει. Η απουσία αποδιοργανώνει, γιατί  το κενό δυσαναπλήρωτο. Δεν  θέλεις, αδυνατείς να δεχθείς το γενόμενο. Οι μνήμες  ανακαλούν  ξανά  και  ξανά  γεγονότα, παραστάσεις και εμπειρίες  από τον άνθρωπο που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της  προσωπικότητάς του  στην Ευρυτανία  και όχι  μόνο. Από τον  κληρικό που αγάπησε εκ νεότητος την Ευρυτανία και τους « αυθεντικούς » όπως έλεγε, Ευρυτάνες.

      Ναι, είναι ο  ΔΟΣΙΘΕΟΣ. Ο αρχιμανδρίτης Δοσίθεος  Κανέλλος. Ο πολιός γέροντας, ηγούμενος  της Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας. Ο δικός μας Δοσίθεος, στο όνομα του οποίου πίνουν νερό όλοι ανεξαιρέτως οι Ευρυτάνες και όλοι αυτοί που τον γνώρισαν.

      Για την πολυσχιδή δράση του έχουν ήδη γραφεί και θα γραφούν περισσότερα. Για την αφιέρωσή του στο Θεό και την κουρά του ως Μοναχού το 1959 –  μετά τριετίαν ως δόκιμος - ,υπό του  ηγουμένου της  Ιεράς Μονής Προυσού Γερμανού, λαβών το όνομα Δοσίθεος. Για το  διορισμό του  ως  ιεροκήρυκα στην Ευρυτανία από τον  μακαριστό Μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, Δαμασκηνό. Για την εκ βάθρων ανοικοδόμηση (πλησίον του παλαιού) του καταστραφέντος λόγω κατολισθήσεων Μοναστηριού στην Τατάρνα Ευρυτανίας, που κράτησε περίπου 30 χρόνια, αρχίζοντας από το  1969, έτος που  διορίστηκε  ηγούμενος της ως  άνω  Ι. Μονής. Για το συγγραφικό του  έργο. Για την κοινωνία αγάπης που είχε με την Κωνσταντινούπολη, το Πατριαρχείο – τη «Μητέρα Εκκλησία» όπως έλεγε - και προσωπικά με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Για το φιλανθρωπικό και γενικώτερο κοινωνικό έργο, το οποίο έχει την καθολική αναγνώριση και για το οποίο ο ίδιος έλεγε: δεν έκανα και πολλά πράγματα! Θα περιοριστώ μόνο στην βιωματική σχέση που είχα τόσο εγώ, όσο και τόσοι άλλοι ακολουθούντες και διδασκόμενοι από τον μακαριστό Δοσίθεο, εστιάζοντας κυρίως στην 10ετία του 1960, όντες μαθητές στο εξατάξιο Γυμνάσιο Καρπενησίου.
       Δεκέμβριος 1963, 4η του μήνα. Ο  μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Δαμασκηνός, χειροτονεί τον διάκονο Δοσίθεο πρεσβύτερο, δίνοντας ταυτόχρονα και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Στη συνέχεια διορίζεται ιεροκήρυκας στην Ευρυτανία, όπου αρχίζει το πνευματικό και ποιμαντικό του έργο, το οποίο χωρίς ίχνος υπερβολής, άφησε εποχή.
       Δεν υπήρχε Ευρυτανικό χωριό ή οικισμός που να μην επισκέφθηκε μ’ ένα δισάκι στον  ώμο και κατά κανόνα με τα πόδια - γιατί τότε  οι  συγκοινωνίες στην  Ευρυτανία ήταν σχεδόν σε άθλια κατάσταση - , για να λειτουργήσει και σε Εκκλησίες που είχαν χρόνια να ανοίξουν, να διδάξει και να προσεγγίσει τον κόσμο με το δικό του μοναδικό τρόπο, έτσι που ο καθένας να τον νιώθει φίλο, καθοδηγητή, δικό του άνθρωπο.
      Στην  πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, το Καρπενήσι, η έλευση του Δοσιθέου λειτούργησε σαν σεισμική δόνηση αφυπνίζοντας τον κόσμο. Γέμισαν οι Εκκλησίες από ανθρώπους όλων των τάξεων και ηλικιών. Ήθελαν να ακούσουν το νέο  ιεροκήρυκα, ο οποίος με τα ολιγόλεπτα αλλά τόσο δυνατά κηρύγματά του, σε έκανε να μην θέλεις να τελειώσει. Γιατί ήταν απλός και ουσιαστικός συνάμα. Μη καταγγελτικός, αλλά ανθρώπινος και ιδιαίτερα χαρισματικός, που μας άγγιζε όλους και τον καθένα ξεχωριστά. Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος δεν ζούσε στον κόσμο του, αλλά μέσα στον κόσμο, στην κοινωνία, χωρίς παρωπίδες. Προσηνής και δεκτικός, πρόθυμος να βοηθήσει όπου χρειαζόταν. Εννοείται στο Καρπενήσι λειτουργούσαν κατηχητικά για τους μαθητές, παράλληλα δε  με αυτά είχε οργανώσει και ομιλίες για τους μεγάλους, με τις αίθουσες να έχουν το αδιαχώρητο.
         Η κοινωνικοπνευματική προσφορά του άρχισε ήδη από εκείνα τα  πρώτα χρόνια. Όταν διορίσθηκε  ιεροκήρυκας στην Ευρυτανία (1964), δημιούργησε στο Καρπενήσι ένα μικρό οικοτροφείο 7-8 ατόμων, μαθητών στο Γυμνάσιο, νοικιάζοντας με το μισθό του κατάλληλο για τον σκοπό αυτό οίκημα. Εννοείται τόσο η υλική όσο και η πνευματική τροφή προσφέρονταν αφειδώς από τον ίδιο. Το μαγείρεμα, το ζύμωμα και οι λοιπές υλικές ανάγκες ήταν φροντίδα του Δοσίθεου, με τη βοήθεια βέβαια και των παιδιών. Ίσως από τότε μπήκαν οι βάσεις για το πάμπολλων εκδόσεων βιβλίο Καλογερικής μαγειρικής. Αξίζει να αναφερθεί – μετά λόγου γνώσεως -, ότι κάποια παιδιά του οικοτροφείου δεν θα είχαν σπουδάσει, γιατί αδυνατούσαν οι γονείς τους να τα στείλουν στο Γυμνάσιο. Πολλή γαρ η  φτώχεια  εκείνα  τα  χρόνια.     

    Αν η υλική τροφή είχε, όπως συμβαίνει, καθορισμένες ώρες, αντίθετα η πνευματική λαμβάνονταν συνεχώς, κάθε στιγμή. Η αύρα που εξέπεμπε γύρω του  ο Δοσίθεος, ήταν κάτι το σπάνιο. Σου μετέδιδε συμπεριφορά, ήθος, γνώση που  δεν μπορούσες να αμφισβητήσεις, γιατί ήταν τεκμηριωμένη. Πάντα στα πλαίσια  της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας. Άνθρωπος με άπειρο σεβασμό στις θείες Γραφές και την  Ιερά  Παράδοση, αυστηρά φιλακόλουθος και προσηλωμένος  στο Τυπικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, συμβουλεύοντάς μας  μάλιστα να μην δείχνουμε υπερβάλλοντα ζήλο στις ακολουθίες προσθέτοντας τροπάρια, ποιούμενοι προσωπική τιμή σε κάποιον  άγιο, αλλά να ακολουθούμε αυστηρά το Τυπικό. Έχοντας υπ’ όψιν όλες τις προηγούμενες εκδόσεις, εξέδωσε το Τυπικό του Αγίου Σάββα, που η κατάρτισή του, όπως μας έλεγε, του πήρε 20 χρόνια.    

     Ήταν ευχάριστος στις συζητήσεις, πάντα ευδιάθετος, χωρίς εκείνο το αυστηρό και σκυθρωπό ύφος που συναντάς ενίοτε σε τέτοιους χώρους. Άνθρωπος με χιούμορ, γιατί ήταν ευφυής και το χιούμορ θέλει ευφυΐα. Μια φορά τα τελευταία χρόνια πηγαίνοντας στο Μοναστήρι, μόλις τον συνάντησα είδα ότι έτρεχε η μύτη του, τα μάτια του, προφανώς από κάποια ίωση. Του λέω τότε: Γέροντα, σε πολιορκεί ιός ;  Μου απαντάει: Τι «υιός» παιδάκι μου, η ίδια η μάνα η γρίπη μ’ όλο της το σόϊ. Δεν βλέπεις πώς  είμαι; (!). Το χιούμορ που λέγαμε.
        Η μακαρίτισσα μητέρα του Ελευθερία που ερχόταν τακτικά από Αθήνα και έμενε για κάποια διαστήματα στον χώρο αυτό, κάποτε «τόλμησε» με αγαθή βέβαια πρόθεση, να  παροτρύνει τα παιδιά όσα θελήσουν, να γίνουν κληρικοί. Την έβαλε πόστα και της απαγόρευσε τέτοιου είδους κουβέντα, λέγοντας ότι καθένας ακολουθεί την κλήση και το ταλέντο του, και ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από όλα τα επαγγέλματα, αρκεί καθένας στο πόστο του να πράττει και να ενεργεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
        Το μικρό αυτό οικοτροφείο ήταν και χώρος διδασκαλίας της Βυζαντινής Μουσικής. Τη διδαχθήκαμε από τον Δοσίθεο, ο οποίος την σπούδασε στην Αθήνα και τη γνώριζε πολύ καλά. Εκεί πρωτομάθαμε « παραλλαγή και μέλος ». Εγώ ήμουν μαθητής «επισκέπτης» στο οικοτροφείο, όπου δύο με τρεις φορές την εβδομάδα γινόταν εντατικά μαθήματα. Έτσι σε λίγο σχετικά χρόνο με την καθοδήγηση του δάσκαλου, συστήσαμε μικρή χορωδία και ψέλναμε στις διάφορες ακολουθίες.
        Με το χρόνο, βλέποντας ο κόσμος τις άοκνες προσπάθειες και την ανιδιοτελή και μεγάλη προσφορά του, τον εμπιστεύτηκε απόλυτα βοηθώντας τον  οικονομικά, όπως άλλωστε και άλλοι φορείς του Δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Αποτέλεσμα  αυτής της πάνδημης αναγνώρισης και βοήθειας,  ήταν αφ’ ενός η σταδιακή ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης της Ι. Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, αφ’ ετέρου η δημιουργία δύο μετοχίων της Μονής, ένα του Αγίου Νεκταρίου στο Καρπενήσι και δεύτερο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας στο νέο Μικρό Χωριό. Εν τω μεταξύ έκτισε καινούργιο οίκημα - οικοτροφείο, το οποίο αργότερα δώρησε στη νεοϊδρυθείσα (1978) Μητρόπολη Καρπενησίου. Ας σημειωθεί εδώ ότι καθολική ήταν η επιθυμία των Ευρυτάνων για τον Δοσίθεο ως Μητροπολίτη τους. Ρωτώντας τον πάντως για το  θέμα αυτό  μας έλεγε ότι, αν η Μητέρα Εκκλησία τον καλούσε, δεν θα αρνιόταν το αξίωμα. Όμως ποτέ δεν θα το επεδίωκε  με οποιονδήποτε τρόπο.
       Ένα σημαντικό κεφάλαιο της εν Χριστώ ζωής του ήταν και οι αγρυπνίες που γινόταν στις ως άνω Ι. Μονές, σύμφωνα πάντα με το Τυπικό του Αγίου Σάββα. Εδώ ήταν αυστηρός, χωρίς παρεκκλίσεις και προσθαφαιρέσεις, διότι έλεγε επιτελούμε «λογικήν λατρείαν» και χρειάζεται απόλυτος σεβασμός. Συμμετέχοντας κι  εμείς αφομοιώσαμε συν τω χρόνω και καταρτιστήκαμε στη σωστή τήρηση του Τυπικού, ιδιαίτερα των αγρυπνιών.
        Ο Δοσίθεος ήταν Μουσικολογιότατος, γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής με ιδιαίτερο κατανυκτικό ύφος. Εκεί πάντως που ήταν μοναδικός, ήταν το ψάλσιμο των «Κανόνων» με την εμπειρία που απέκτησε τόσο στο Άγιον Όρος, όσο και στο Πατριαρχείο. Οι Κανόνες μάς έλεγε, πρέπει να  ρέουν, άρα προηγείται ο ρυθμός των  λέξεων. Κάποτε ο αείμνηστος πρωτοψάλτης Θρασύβουλος Στανίτσας του είχε πει:  Πάτερ μου, αν δεν ξέρει ο ψάλτης να ψάλλει Κανόνες, δεν  είναι ψάλτης.
      
  Η μεγάλη του όμως αγάπη  ήταν το Πατριαρχείο και η  Πόλη που την επισκέφθηκε πάνω από 100  φορές, στενοχωριόταν όμως πάρα πολύ για τη συνεχή μείωση και συρρίκνωση του Ελληνισμού. Κάποτε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τον κάλεσε  εκτάκτως για να ξεναγήσει Άγγλους φοιτητές στα μνημεία και Ιερά προσκυνήματα της Ορθοδοξίας στην Πόλη. Ήταν ο μόνος με πλήρη γνώση γι’ αυτά, τα  οποία  ως γνωστόν  αποτύπωσε στα ημερολόγια του  Πατριαρχείου, που για 15 χρόνια είχε την ευθύνη της συγγραφής τους.

        Στο Αγρίνιο έγινε περισσότερο γνωστός με τις ραδιοφωνικές εκπομπές που έκανε με τον αείμνηστο θεολόγο και ιεροψάλτη Παναγιώτη  Κουτσούκη, και που τελευταία αναμεταδίδονται από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Ήταν η Κυριακάτικη εκπομπή με τίτλο: «ο λόγος του Θεού στον λαό του Θεού», φυσικά για Χριστιανικά θέματα – κυρίως την εξήγηση και σχολιασμό του Ευαγγελίου της  ημέρας -, με την τεκμηρίωση, σαφήνεια και διαφωτιστική  ικανότητα του Δοσίθεου.

      Ολοκληρώνοντας  αυτό το  μικρό  αφιέρωμα, θα έλεγα  ότι αποτύπωσα μόνο ψήγματα της ενθέου ζωής και πολιτείας του Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου. Εάν γραφούν  όλα ένα προς  ένα, θα χρειαστούν ίσως τόμοι για την πλήρη εικόνα του ανδρός.

     Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος, το αποτύπωμα του  οποίου θα μείνει  ανεξίτηλο στη μνήμη των ανθρώπων που τον γνώρισαν, είχε σπάνιο θεϊκό χάρισμα με ό,τι κι αν καταπιάνονταν, από τη Μαγειρική μέχρι τα πνευματικά θέματα. Σε όλα απολαυστικός. Δοσίθεος ο συγγραφέας. Ο Λειτουργός του Υψίστου. Ο  Θεολόγος. Ο γνήσιος  εραστής της Ορθοδοξίας για την οποία ήταν πρόθυμος να δώσει και τη ζωή του. Στην Πόλη κυκλοφορούσε άφοβα με τα ράσα. Κι αν αυτά (μας βεβαίωσε γι’ αυτό), προκαλούσαν συγκίνηση  μέχρι δακρύων στους Έλληνες της Πόλης, αντίθετα  εκνεύριζαν τους Τούρκους και ιδιαίτερα τους Γκρίζους Λύκους. Γι’ αυτό φοβόταν οι Ορθόδοξοι Ιερείς. Γιατί ήταν επικίνδυνο. Κάποτε σε μια εκπομπή στην Τουρκική Τηλεόραση, κατηγορήθηκε η Τουρκική Κυβέρνηση για το θέμα αυτό. Απάντησε ότι αυτό δεν ισχύει, και ότι ένας Έλληνας Ιερέας κυκλοφορεί ελεύθερα στους δρόμους της Πόλης με τα ράσα, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. «Και έδειξαν την αφεντιά μου», (!) μας είπε.

     Και  ένα  τελευταίο.

     Όταν πριν λίγο καιρό διαγνώστηκε με ανίατη ασθένεια και ότι του μένει συγκεκριμένος χρόνος ζωής, είπε: «Είη  το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
      Ας αναφωνήσουμε λοιπόν κι εμείς. « Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον », γιατί μας αποστέλλει τέτοιους ανθρώπους για να μας εμπνέουν, φωτίζουν και καθοδηγούν, μήπως και, ελπίζοντας στο μέγα έλεος του Θεού, ακούσομε να μας πει: « Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω,  είσελθε  εις την  χαράν του Κυρίου σου ».

     Ας  είναι αιωνία του η  μνήμη.

 

                                        Κων/νος   Μπαλατσιάς

                                 Συνταξιούχος  Εκπαιδευτικός

                                                Ιεροψάλτης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αδελφέ Κωνσταντίνε, θερμά συγχαρητήρια γιά τό, εν τή συντομία του, θαυμαστό σου κείμενο. Τό περιβόλι τής καρδίας σου αναθάλλει εύοσμα άνθη. Δώη σοι Κύριος κατά τήν καρδίαν σου καί είη ο μισθός τής θεοφιλούς εκκλησιαστικής πολιτείας σου πολύς έν τε τή γή καί εν τοίς ουρανοίς. Ιδιαιτέρως καί ορθώς τονίζεις τήν αγάπη τού αειμνήστου Γέροντος Δοσιθέου πρός τήν Μητέρα Εκκλησία, τήν Πνευματική Τροφό τού Γένους, τήν ελπίδα όλου τού κόσμου, τό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Νομίζω ότι όλοι πρέπει νά μιμούμαστε τήν αγία ζωή τού Γέροντος σέ όλα καί, ιδιαιτέρως, στήν αγάπη καί τόν απέραντο σεβασμό μας πρός τό Μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο καί νά μήν τολμούμε νά κρίνουμε καί νά πικραίνουμε ποτέ τόν Πνευματικό μας Πατέρα, τόν Οικουμενικό μας Πατριάρχη.
Δημήτριος Δάτσικας.