Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Ο τελευταίος παραδοσιακός καμπανοκρούστης στο Αγρίνιο

 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΤΟΥΡΛΙΔΑΣ 

 

Γράφει ο Μιχάλης Οικονόμου

Αγρίνιο 2022

 

Στον καθένα άνθρωπο του τυχαίνει στο πολυκύμαντο ταξίδι της ζωής του να γνωριστεί και να συναναστραφεί με πολλούς ανθρώπους.

Άλλοι απ’ αυτούς περνούν, καμιά φορά, χωρίς ν’ αφήσουν κανένα αποτύπωμα και ανάμνηση. Έρχονται και παρέρχονται ως «ἀτμὶς πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ ἀφανιζομένη», όπως γράφει ο Απόστολος Ιάκωβος (Ιακ. Δ΄, 14).

Υπάρχουν πάλι και μερικοί που τους συναντάς, χωρίς να το επιδιώξεις. Σου προκύπτουν τυχαία μέσα από πολυποίκιλες συνεργασίες και καταστάσεις και που, δυστυχώς, σου αφήνουν κάποτε μια αρνητική εικόνα. Βέβαια, τις περισσότερες φορές από ένα ένστικτο διακριτικής αυτοάμυνας προσπαθείς να τους προσπεράσεις, χωρίς, ίσως, πάντοτε να το καταφέρνεις.

Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν και οι άλλοι, οι ολίγοι, οι σπάνιοι που έρχονται στη ζωή σου ως ευεργετική συγκυρία και που σε συγκλονίζουν. Είναι αυτοί με τους οποίους συνάπτεις ξεχωριστές εσωτερικές ψυχικές και προσωπικές σχέσεις και που λέγονται πνευματική φιλία. Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν αυτοί είναι ονομαστοί και γνωστοί στο λεγόμενο ευρύ κοινωνικό πεδίο, αν είναι σπουδαγμένοι με πολλά, ίσως, πτυχία και μεταπτυχιακά, ή ολιγογράμματοι, αν έχουν οικονομική επιφάνεια, ή είναι φτωχοί βιοπαλαιστές στη σκληρή καθημερινότητα. Εκείνο που μετράει είναι το χάρισμα της αρχοντιάς που εκπέμπουν, ο καθαρός χαρακτήρας, η αγάπη και η τιμιότητα στις σχέσεις που διαχέονται με την καθημερινή αναστροφή. Έτσι, αναδύεται η πνευματική προσωπικότητα του ανθρώπου, όπως την είχε περιγράψει από την αρχαιότητα γνωμικά ο Μένανδρος: «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ».

Έναν τέτοιο ωραίο και καλο-βαλμένο σε όλα του άνθρωπο είχα την καλή συγκυρία να γνωρίσω κι εγώ στη ζωή μου. Πρόκειται για τον Μιχάλη Τουρλίδα, νεωκόρο στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγρίνιο. Τώρα, βέβαια, υποψιάζομαι να παραξενεύεσθε με το πώς είναι δυνατόν ένας φτωχός βιοπαλαιστής νεωκόρος μιας φτωχής ενορίας να είναι πρόσωπο σημαντικό και με το οποίο ν’ αξίζει ν’ ασχοληθούμε. Χρειάζεται, κυρίως, καλή πρόθεση και λογισμό και λίγη υπομονή, και τότε θα λυθεί η απορία σου και θα κατανοήσεις το πράγμα. Αν τα διαθέτεις, συνέχισε να διαβάσεις το κείμενο, διαφορετικά άφησέ το στην άκρη. 

Τον πρωτογνώρισα το έτος 1973, όταν βρέθηκα τότε για πρώτη φορά στο Αγρίνιο ως πρωτοδιόριστος καθηγητής. Το Σχολείο, στο οποίο τοποθετήθηκα και υπηρετούσα ήταν το Β΄ Γυμνάσιο Θηλέων Αγρινίου και το οποίο στεγάζονταν επί της οδού Χένδερσον 39, πίσω ακριβώς από την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Τα χρόνια εκείνα προβλέπονταν μέσα στο σχολικό πρόγραμμα ο τακτικός εκκλησιασμός των μαθητών, για λόγους καθαρά Θρησκευτικής αγωγής. Με βάση τον παραπάνω σκοπό, οι μαθητές των σχολείων έπρεπε να εκκλησιάζονται ομαδικά ως σχολική μονάδα κατά τακτά χρονικά διαστήματα και κυρίως στις πιο σημαντικές Εκκλησιαστικές γιορτές.

Έτσι, λοιπόν, και στο πνεύμα αυτής της σχολικής υποχρέωσης, κάποια στιγμή εκκλησιάστηκα με το σχολείο μου για πρώτη φορά στον Άγιο Γεώργιο που ήταν και η ενορία στην οποία ανήκε. Θα πρέπει να ήταν, αν θυμάμαι καλά, στην αρχή της σχολικής χρονιάς η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου. Επειδή δεν είχα προηγουμένως ζήσει ποτέ στην πόλη του Αγρινίου, ήταν φυσικό και να μην γνωρίζω τίποτα σχετικά με πρόσωπα και πράγματα απ’ αυτήν.

Αφού άναψα το κεράκι μου, προχώρησα κι ανέβηκα στο αναλόγιο για να βοηθήσω τον Ιεροψάλτη, που έψελνε μόνος του και με το δεδομένο ότι τύχαινε να γνωρίζω από ψαλτική. Από την ξεχωριστή θέση του αναλογίου πάνω στο σολέα, είχα την εικόνα όλου του εκκλησιάσματος. Φυσικά, με αφορούσε η ευταξία των μαθητών και για την οποία ήμασταν υπεύθυνοι οι συνοδοί καθηγητές.

Από την πρώτη, όμως, επαφή με το χώρο της Εκκλησίας σαν μαγνήτης τα μάτια μου κόλλησαν πάνω στο νεωκόρο του Ναού, που στέκονταν κάπου εκεί στην είσοδο. Θα σας φαίνεται, προφανώς, παράξενο, πώς ασχολήθηκα με τον νεωκόρο του Ναού. Είχα την αιτία και το λόγο μου. Ο ίδιος είχα σπουδάσει στην Αθήνα εργαζόμενος ως νεωκόρος στο εσωτερικό Εκκλησάκι του Νοσοκομείου «Ὁ Εὐαγγελισμός». Στο σημείο αυτό, ειρήσθω εν παρόδω, δηλώνω ότι η ευγνωμοσύνη μου θα είναι δια βίου προς τους ευλογημένους εκείνους ανθρώπους που με βοήθησαν ν’ αναλάβω τη διακονία αυτή με την οποία όχι μόνο μπόρεσα να σπουδάσω, αλλά και ν’ ανακουφίσω στο ελάχιστο οικονομικά και τον άπορο πατέρα μου.

Επανέρχομαι στο θέμα μου. Τον κοίταζα, λοιπόν, αδιάκοπα, επίμονα, ίσως και παρεξηγημένα, να στέκεται, εκεί κοντά στο παγκάρι, όρθιος, ευθυτενής, σχεδόν ακίνητος, αμίλητος και με την ιεροπρέπεια που του προσέδιδε το άριστα ευπρεπισμένο ράσο της διακονίας του, και ν’ αγκαλιάζει με το ήρεμο βλέμμα του όλο το εκκλησίασμα. Τον έβλεπα, όταν χρειάζονταν, με τρόπο μειλίχιο και με ευγενικές, συνεσταλμένες νευματικές συστάσεις να συμβουλεύει τα παιδιά του σχολείου, όταν σε κάποια περίπτωση με τη συμπεριφορά τους διασπούσαν τη λειτουργική ατμόσφαιρα. Τον έβλεπα, κάθε φορά που το διακόνημά του απαιτούσε να εισέλθει στο ιερό Βήμα, να κατευθύνεται προς αυτό αργά, αθόρυβα, με ιερό βηματισμό, δηλονότι σαν να «εἰσόδευε» με το δικό του τρόπο. Αυτό γινόταν σε όλη τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Ποτέ δεν έτρεχε πάνω-κάτω άσκοπα και βιαστικά, προκαλώντας, έτσι, οποιοδήποτε θόρυβο. Το ράσο του διακονήματός του ήταν πεντακάθαρο, καλά σιδερωμένο και κουμπωμένο πάντα στο λαιμό, χωρίς ν’ ανεμίζει άτακτα και ατημέλητα. Έδειχνε πάντα πρόθυμος, και με τρόπο ευγενικό και ευπροσήγορο, ν’ ανταποκρίνεται στις απαντήσεις των εκκλησιαζομένων ενοριτών, χωρίς ποτέ να προκαλείται κάποιος παροξυσμός. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, σ’ εκείνο τον πρώτο μου εκκλησιασμό με το σχολείο, δεν μπόρεσα να βοηθήσω ικανοποιητικά το συνάδελφο ιεροψάλτη, που αγωνιζόταν ν’ αποδώσει τους ύμνους της λαμπράς εορτής σε ήχο «ἅγια».

Μόλις τελείωσε η θεία Λειτουργία, πήρα τον ευλογημένο βασιλικό της εορτής από τον ιερέα και το καθιερωμένο αντίδωρο κι έφυγα με τα παιδιά για το σχολείο βαθειά συλλογισμένος και προβληματισμένος. Το διακόνημα αυτό είχα εξασκήσει και ο ίδιος στα φοιτητικά μου χρόνια, όπως προανέφερα, αλλά όχι με τον τρόπο αυτό. Τη μέρα εκείνη ουσιαστικά συνειδητοποίησα το πόσο τιμητικό και ξεχωριστό είναι το διακόνημα του νεωκόρου κι ας έχει ο πολύς κοσμάκης την εντύπωση πως ο νεωκόρος είναι ο τελευταίος από τους υπηρετούντες μέσα στο Ναό.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ζήτησα να τον γνωρίσω από κοντά. Και τότε ήρθε η έκπληξη. Γνώριζα έναν απλό, καλοσυνάτο άνθρωπο με σπάνια ψυχικά χαρίσματα, μα περισσότερο εξέπεμπε μια πλούσια λαϊκή αρχοντιά. Σ’ αυτή την πρώτη μας κουβέντα και γνωριμία του ανέφερα πως και ο ίδιος είχα εργαστεί στη Αθήνα ως νεωκόρος και παράλληλα ήρθε και η «ανακάλυψη» πως είμαστε και πατριώτες Βαλτινοί, χωρίς, φυσικά, αυτό να σημαίνει κάτι και να έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ο Μιχάλης Τουρλίδας ήταν φτωχόπαιδο από το ορεινό χωριό Πετρώνα του Βάλτου. Όνομα και πράγμα. Εκεί γεννήθηκε το 1925. Όταν ενηλικιώθηκε και τελείωσε και το στρατιωτικό του, τον έφερε στο Αγρίνιο για να εργαστεί και να επιβιώσει ο συγχωριανός του ιερέας παπα-Θανάσης Παπαποστόλου. Στην αρχή δούλευε ως εργάτης εδώ κι εκεί. Αργότερα, και με τη σύσταση πάλι του παπα-Θανάση, λίγο πριν τη δεκαετία του ’50, τον προσέλαβαν ως νεωκόρο στον Άγιο Γεώργιο Αγρινίου. Τότε αποφάσισε να κατέβει στο Αγρίνιο κι η άλλη οικογένειά του, οι δύο ηλικιωμένοι γονείς του και οι πέντε αδερφές. Ο ίδιος ήταν μοναχογιός και, σύμφωνα με τα κοινωνικά θέσμια της εποχής εκείνης, θεωρούνταν προστάτης της οικογένειας, αλλά και υποχρεωμένος ν’ αποκαταστήσει τις αδερφές του. Έτσι γίνονταν τότε. Τ’ αδέρφια έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να μπορέσουν να προικιώσουν και ν’ αποκαταστήσουν τις αδερφές τους.

Η μια απ’ τις αδερφές του, η Αργυρώ, είχε την καλή τύχη να παντρευτεί στην Αμερική. Τα πρώτα χρόνια έρχονταν συχνά τα καλοκαίρια στην Ελλάδα να τους επισκεφθεί όλους. Με τον καιρό ήρθαν τα γεράματα με τα προβλήματά τους κι ήταν δύσκολο το ταξίδι. Τότε ο Μιχάλης, κοντά εκεί εβδομηντάρης, χωρίς να γνωρίζει τίποτα από ξένες γλώσσες και εντελώς μόνος του αποφάσισε να πάει αυτός στην Αμερική για να ιδεί, έστω για τελευταία φορά την αδερφή του, και να λυτρώσει, έτσι, την ψυχή του από τον πόνο και τον καημό του μισεμού. Κάποιοι φίλοι του τότε αστειευόμενοι έλεγαν: πάει, θα χαθεί ο Μιχάλης και δεν θα τον ξαναδούμε. Κι όμως, τα κατάφερε, πήγε κι ήρθε.

Σε κάποια στιγμή ο Μιχαλάκης, όπως συμπαθητικά τον αποκαλούσαν οι ενορίτες, αποφάσισε να κάμει δική του οικογένεια με την εκλεκτή της καρδιάς του, την Κλεονίκη από το χωριό Λυσιμαχεία και καταγωγή από την ορεινή Αράχωβα της Ναυπακτίας. Τους αξίωσε ο Θεός ν’ αποκτήσουν πέντε παιδιά, τρία κορίτσια (τη Χριστίνα, τη Μαρίνα, τη Γεωργία) και δύο αγόρια (το Γιώργο και τον Κώστα).

Τα περισσότερα, πολύ πάνω απ’ τα μισά, χρόνια της διακονίας του ως νεωκόρος έμεινε σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι που ήταν στο προαύλιο, στο πίσω μέρος περίπου της Εκκλησίας. Οι παλιοί ενορίτες όλοι το θυμούνται.

Σ’ αυτό μεγάλωσε την οικογένειά του, εκεί στο προαύλιο της Εκκλησίας. Έμοιαζε μάλλον με «κελί» με τα δυόμιση δωματιάκια, δηλαδή το καθιστικό-σαλόνι που γίνονταν το βράδυ υπνοδωμάτιο για όλα τα παιδιά, την κουζίνα με το τραπέζι και τα καναπεδάκια-κρεβάτια για τους γέροντες γονείς του, και την μικρή υποτυπώδη κρεβατοκάμαρη του ζευγαριού. Αυτό ήταν όλα αυτά τα χρόνια το «αρχοντικό» του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως σ’ εκείνο το ταπεινό σπιτάκι χωρούσαν κι έμεναν εννιά (09) ψυχές και περίσσευε και χώρος για φιλοξενία.

Ο Μιχάλης και η Κλεονίκη μπροστά στο σπιτάκι –"κελάκι" στο προαύλιο της Εκκλησίας

 

Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όποιος κατέβαινε απ’ το χωριό του, την Πετρώνα, και δεν είχε τρόπο να επιστρέψει αυθημερόν, αναγκάζονταν το βράδυ κάπου να διανυκτερεύσει. Το «κελάκι» του Μιχάλη στο Αγρίνιο ήταν το άτυπο ξενοδοχείο. Τότε οι συγκοινωνίες ήταν αραιές και δύσκολες. Τα taxi και τα ξενοδοχεία λιγοστά κι ακριβά. Χρήματα εξάλλου δεν υπήρχαν. Οπότε λογάριαζαν κι έλεγαν: Πού θα μείνουμε το βράδυ για να τελειώσουμε τις δουλειές μας την άλλη μέρα στις διάφορες Υπηρεσίες; Η απάντηση ήταν γνωστή και στερεότυπη: Στο Μιχάλη θα μείνουμε. Κάτσε τώρα και λογάριασε. Εννιά άτομα οι νοικοκυραίοι, μαζί και πόσοι μουσαφιραίοι, ύπνο και φαγητό… Έτσι εφάρμοζε μέσα στην απλότητα της αγάπης του και χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει Θεολογικά και άλλα γράμματα, αυτό που παραγγέλνει ο Απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή: «ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες». (Ρωμ. ΙΒ΄, 13). Αυτή είναι η ασπούδαχτη αρετή και όχι τα κούφια λόγια και οι στενόκαρδες υποκριτικές φιλοφρονήσεις όπως τις στηλιτεύει ο Απ. Ιάκωβος στην καθολική του Επιστολή: «…ὑπάγετε… θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια… τί τὸ ὄφελος;». (Ιακ. Β΄ 16).   

Απ’ αυτό το μικρό σπιτάκι έβγαλε νύφες τις τρεις κόρες του και γαμπρό το Γιώργο. Κι ακόμα… σ’ αυτό ντύθηκαν και βγήκαν γαμπροί και δυο παιδιά απ’ το χωριό του που ο γάμος τους ήταν να γίνει στο Αγρίνιο και δεν είχαν τον τρόπο να ’ρθουν κατευθείαν από κει για το μυστήριο.  

Απ’ αυτό το «αρχοντικό» είχε εντυπωσιασθεί και ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεόκλητος και ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να το γνωρίσει από μέσα, πράγμα που κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε και δέχτηκε την «Αβραμιαία» φιλοξενία του Μιχάλη του νεωκόρου. Λίγο πριν καταστεί ετοιμόρροπο και γκρεμιστεί, αναγκάστηκε να νοικιάσει σπίτι σ’ ένα στενό δρομάκι εκεί κοντά στην Εκκλησία. Ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει δικό του, ιδιόκτητο σπίτι, καίτοι πολύ το επιθυμούσε

Ο Μιχάλης αγαπούσε πολύ τον Αϊ-Γιώργη και τη χάρη του. Είχε αφιερώσει σ’ Αυτόν ολόκληρη την οικογένειά του. Σαν έρχονταν η ώρα να καθαρίσουν και να περιποιηθούν το σπίτι Του, τους επιστράτευε όλους. Μπροστά η Κλεονίκη, η γυναίκα του κι από κοντά τα κορίτσια. Έπλεναν το δάπεδο με σαπουνάδες, καθάριζαν τα μανουάλια από τα κεριά και τα γυάλιζαν για να λάμπουν. Ξεσκόνιζαν τις καρέκλες, το τέμπλο, τις εικόνες, τα αναλόγια… τα πάντα. Ήθελε μέσα στην Εκκλησία όλα να λάμπουν και να μοσκοβολούν από καθαριότητα. Έλεγε στα κορίτσια: Προσέξτε, με οικονομία τα υλικά της καθαριότητας, όχι σπατάλη. Ο Αϊ-Γιώργης δεν έχει να πληρώσει.

Τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ, όταν τύχαινε η γιορτή της Χάρης του να είναι τη Δεύτερη μέρα της Λαμπρής. Σ’ όλο το δάπεδο είχαν κολλήσει τα στάγματα από τις λαμπάδες της Ανάστασης που κρατούσε ο κόσμος. Έπρεπε, λοιπόν, ανήμερα του Πάσχα όλα να εξαφανιστούν με ξύστρες και η Εκκλησία μέσα να πλυθεί με σαπουνάδα, να ετοιμαστεί και να λαμπροφορεθεί για το πανηγύρι της άλλης μέρας. Ο ίδιος μου εξομολογήθηκε: Το Πάσχα δεν θυμάμαι να έφαγα ποτέ με την οικογένειά μου. Και… δεν ήταν μόνο η καθαριότητα, την οποία είχε αναθέσει στην Κλεονίκη κα τα κορίτσια· Ο ίδιος όλο το πρωινό της Λαμπρής, όταν όλοι οι άλλοι έψηναν τον οβελία τους κι απολάμβαναν το Πασχαλινό τραπέζι, αυτός με τους εφημερίους γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι από γειτονιά σε γειτονιά για να μαζέψουν τα δέρματα για την Εκκλησία. Έτσι γίνονταν τότε. Το δέρμα από τον αμνό, το σφαχτό της Λαμπρής, οι πιστοί το πρόσφεραν στην Εκκλησία για τις ανάγκες της. Φαντάζομαι, ίσως, πως αυτό δεν το γνωρίζουν σήμερα οι νεότεροι. Οι Εκκλησίες που κοσμούν σήμερα την πόλη, όπως και αλλού, έτσι χτίστηκαν με τα δέρματα από το αρνί της Λαμπρής και τα βαντάκια του καπνού που πρόσφερναν οι φτωχοί αγρότες στην Εκκλησία της ενορίας τους. Όλα τα καμπαναριά που υψώνονται στην πόλη μας μαρτυρούν και πιστοποιούν την απλοϊκή πίστη και αγάπη των πατεράδων και των παππούδων μας. Γι’ αυτό οφείλουμε να τα βλέπουμε ως ιερά σεβάσματα και παρακαταθήκη.

Και πάνω που ήρθε ο λόγος για τα βαντάκια, θυμάμαι και τούτο: πόσο ξαφνιάστηκα την πρώτη φορά που μπήκα στον Αϊ-Γιώργη κι αντίκρισα τα βαντάκια του καπνού να κρέμονται στο γυναικωνίτη της Εκκλησίας. Μόλις έμπαινες μέσα σου μύριζε όλη η Εκκλησία καπνό και όχι λιβάνι, όπως περίμενα. Με το φτωχό μυαλό μου τότε είπα μέσα μου: Τι στο καλό, καπνοπωλείο την έκαμαν την Εκκλησία. Δεν είχα προηγούμενη παρόμοια εικόνα στο μυαλό μου. Στο χωριό μου από τότε που ήμουνα μικρός, αλλά και αργότερα στην Αθήνα δεν το είχα ξαναδεί. Μόλις, όμως, ρώτησα κι έμαθα την ιστορία του πράγματος, όχι μόνο άλλαξα γνώμη, αλλά παράλληλα και γέμισα θαυμασμό για την πίστη των φτωχών βιοπαλαιστών ενοριτών και το μεγάλο αγώνα που έκαναν τότε οι εφημέριοι για να χτίσουν, να συντηρήσουν, να αγιογραφήσουν και να εξωραΐσουν τις Εκκλησίες. Ήταν δύσκολα τα χρόνια εκείνα για όλα… Περίσσευε, όμως, ο σεβασμός και η αγάπη για την Εκκλησία της ενορίας. Άλλα έσοδα δεν είχαν οι Ναοί από το «δίλεπτο της χήρας», δηλαδή από τα βαντάκια, που βασάνιζαν από τη νύχτα τον κοσμάκη με τα ηλιοκαμένα πρόσωπα και τα μαυρισμένα από την κόλλα του καπνού χέρια, φουστάνια και παντελόνια.

Ο Μιχάλης με τα λίγα χρήματα, που του έδινε η Εκκλησία, φυσικό ήταν να μην μπορεί να τα φέρει βόλτα με την πολύτεκνη φαμελιά που είχε και τις υποχρεώσεις της. Γι’ αυτό, όσο ήταν νέος και μπορούσε, νοίκιαζε κανένα χωραφάκι και το δούλευε με την οικογένειά του. Εξάλλου, άμαθος από δουλειά δεν ήταν.

Στις μεγάλες γιορτές, που τα πρόσφορα στην Εκκλησία ήταν πολλά και περίσσευαν, δεν ξεχνούσε τα φτωχά σπίτια της ενορίας. Με τρόπο πάντα διακριτικό για να μην προσβάλλει κάποιον πήγαινε από σπίτι σε σπίτι μέσα στα στενά και ταπεινά σοκάκια και τους άφηνε κάποιο πρόσφορο. Αν τύχαινε να μη βρει κάποιον στο σπίτι, το κρέμαγε σε ένα εμφανές και ασφαλές μέρος. Υπάρχουν αρκετοί που τον θυμούνται να τρέχει με το ποδήλατο ακόμα και στο Γιαννούζι, γιατί αυτό από παλιά ανήκε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου.

Ο Μιχάλης Τουρλίδας διακόνησε την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για μισό αιώνα και λίγο παραπάνω. Συνολικά 52 χρόνια. Αυτό, όσο σημαντικό κι αν είναι από μόνο του, για μένα δεν είναι το ζητούμενο. Εκείνο που ουσιαστικά με εντυπωσίασε και μου τράβηξε την προσοχή και το θαυμασμό μου, είναι αυτό που ανέφερα στην αρχή. Οι αρετές του χαρακτήρα του που ήταν στολισμένες με το φόβο του Θεού. «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». (Ψαλμ. ΡΙ΄, 10). Ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να εξοικειωθεί με το χώρο και τα τελούμενα μέσα στο Ναό. Το πράγμα δείχνει απροσμέτρητη αυτοπειθαρχία και βιωμένη Θεοσοφία. Όλοι γνωρίζουμε πως ο κίνδυνος της εξοικείωσης με τον ιερό χώρο του Ναού και τα τελούμενα φρικτά μυστήρια είναι ο ύπουλος εχθρός που ελλοχεύει σε όσους υπηρετούν μέσα σ’ αυτόν. Είναι γνωστή η συμβουλή που έδινε ένας επίσκοπος σε νέο ιερέα κατά την ώρα της χειροτονίας του: «Παιδί μου, σου εύχομαι να τελέσεις την τελευταία σου θεία Λειτουργία με τον ίδιο φόβο που θα τελέσεις και την πρώτη». Ο Μιχάλης Τουρλίδας αυτό το πέτυχε. Η αναστροφή του μέσα στο Ναό ήταν ίδια, όπως όταν πρωτομπήκε νέος με μαύρα μαλλιά μέχρι και τα γεράματά του, που βγήκε με άσπρα μαλλιά.

Άφησα για το τέλος αυτής της προσωπογραφίας να σχολιάσω τον επεξηγηματικό υπότιτλο: Ο τελευταίος παραδοσιακός καμπανοκρούστης στο Αγρίνιο. Αλήθεια, ποιος δεν θυμάται από τους λίγο παλιούς ενορίτες της πόλης μας τον αρμονικό ήχο από τις καμπάνες του Αγίου Γεωργίου. Όλοι κάτεχαν τη διαφορά από τις άλλες ενορίες. Έτσι, αβίαστα συμφωνούσαν: χτυπάνε οι καμπάνες του Αγίου Γεωργίου. Ο Μιχαλάκης στην κατάλληλη ώρα ανέβαινε γρήγορα-γρήγορα την ελικόμορφη εσωτερική σκάλα του καμπαναριού για να βρεθεί στο πανηγύρι της καρδιάς και των χεριών του. Έπιανε τα σχοινιά και με τέχνη, ρυθμό κι ασπούδαχτη Αγιορείτικη μαεστρία άρχιζε το καμπάνισμα. Πρώτα από τις μικρές καμπάνες, ύστερα τις μεσαίες και κορυφώνονταν με το βαρύ και αργό ήχο της μεγάλης καμπάνας.

Όλα αυτά, βέβαια, σήμερα είναι μια ανάμνηση για τους παλιούς. Με την εισβολή της τεχνολογίας όλα άλλαξαν. Οι καμπάνες στις Εκκλησίες χτυπούν ηλεκτροκίνητα. Σε κάποιο σημείο μέσα στο ιερό Βήμα φιλοξενείται ο «ΠΙΝΑΚΑΣ» κωδωνοκρουσίας. Μ’ ένα απλό πάτημα ενός κουμπιού την κατάλληλη ώρα επιλέγεις το πρόγραμμα: Αγιορείτικο, Πατμιακό, πανηγυρικό, πένθιμο και λοιπά και λοιπά… Αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι αρνητικό. Είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης, αρκεί να είναι μπολιασμένο με τη συνείδηση της παράδοσης και την ποιότητα του πολιτισμού μας. Ελάχιστο χρέος μάς απομένει, να μνημονεύονται όσοι υπηρέτησαν με ζήλο, αγάπη και αφοσίωση τα «ἐν οἴκῳ Κυρίου». Ένας απ’ αυτούς ήταν για μένα και ο Μιχάλης Τουρλίδας του οποίου τη μνήμη τιμώ μ’ ευγνωμοσύνη μ’ αυτήν εδώ τη σεμνή προσωπογραφία.


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: