Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

μήνυμα Σεβασμιωτάτου για εορτή Κοιμήσεως θεοτόκου

 Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,

παιδιά μου ἐν Κυρίω ἀγαπημένα,

«Τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα». Αὐτήν ἑορτάζουμε ὅλοι οἱ πιστοί σήμερα σέ κάθε γωνιά τῆς πατρίδος μας. Στίς πόλεις, στά χωριά, στά βουνά, στά νησιά, στούς μεγαλόπρεπους ναούς καί στά φρεσκοασβεστωμένα ξωκκλήσια. Παντοῦ ἡ ὀρθόδοξη καρδιά κτυπάει γιά τήν ἀγαπημένη Μάνα τοῦ κόσμου, πού σήμερα ἀφήνει τήν τελευταία της πνοή στήν πολυστέναχτη γῆ μας, ἀλλά πού ἀπό τώρα πλέον ζεῖ στόν οὐρανό, προσευχόμενη γιά ὅλη τήν

Σ’ αὐτή τήν «ἀμετάθετον ἐλπίδα» στρέφουμε τά βλέμματά μας ὅλοι. Καθώς βλέπουμε τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεώς Της, θαυμάζουμε τό πῶς ὁ Υἱός της τήν κρατάει τρυφερά στήν ἀγκαλιά Του, ἐκείνη πού Τόν κράτησε τόσο τρυφερά στή δική της. Ἐλπίζουμε ὅτι μέσα στήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τους καί στίς ἀνοιγμένες ἀγκαλιές τους χωράνε καί οἱ δικές μας ἱκεσίες καί ἐλπίδες.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ζοῦμε σέ μία ἐποχή πού περισσεύει ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπόγνωση, πού κάθε μέρα αὐξάνει ἡ ἐγκληματικότητα, πού ἡ καρδιά μας παγώνει ἀπό τήν τρομοκρατία, πού βιώνουμε τόν ποικιλόμορφο ρατσισμό, πού ὑποφέρουμε ἀπό τήν ἀδικαιολόγητη ἀδικία, πού φοβόμαστε ἀπό τήν προοπτική τῆς ἀνεργίας.

Καταφέραμε μέ τήν ἁμαρτία μας, μέ τήν πλεονεξία μας καί μέ τόν ἐγωισμό μας νά κάνουμε ἕναν κόσμο ἀπάνθρωπο, ἐπικίνδυνο γιά μᾶς καί τά παιδιά μας. Ὀφείλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι στηρίξαμε τήν ἀξία μας σ’ αὐτά πού ἔχουμε καί ὅχι σ’ αὐτό πού εἴμαστε. Κυνηγήσαμε τό ἐφήμερο καί χάσαμε τό αἰώνιο. Προσπαθήσαμε νά γεμίσουμε τά σπίτια, τά ψυγεῖα καί τά πορτοφόλια μας καί ἀδειάσαμε τίς ψυχές μας ἀπό ἀνθρωπιά καί ἀγάπη. Χορτάσαμε, ἀλλά δέν εὐτυχήσαμε.

Ἐπενδύσαμε, ἀλλά ἐπενδύσαμε στό ψέμα, στήν αὐταπάτη τοῦ εὔκολου, στή λάμψη τῆς βιτρίνας, στήν ἀσφάλεια τοῦ δανεικοῦ. Ἡ ἐπένδυσή μας, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλα τά πρόσκαιρα, ἔληξε, ἀπέτυχε, δέν ἀπέδωσε τό προσδοκώμενο. Θελήσαμε ν’ ἀγοράσουμε εὐτυχία καί τελικά καταφέραμε νά ψωνίσουμε μόνο προβλήματα.

Σ’ αὐτή τήν κατάσταση, λοιπόν, πού περιήλθαμε ἀναζητοῦμε λύση. Ἄν πιστεύουμε πώς ἡ λύση θά ἐπιτευχθεῖ μόνο μέ τά ἐργαλεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἀποδειχθοῦμε ξανά προδομένοι. Ὅσο ὁ κόσμος καί ἡ κοινωνική μας διάρθρωση παραμένουν δέσμια τῆς ἁμαρτίας, ἐκφράζουν ἁπλῶς τά ἀνθρώπινα πάθη.

Ὅσο προσπαθοῦμε νά βροῦμε λύσεις στά προβλήματά μας χωρίς Θεό, τόσο καί θά τά μεγαλώνουμε. Ὁ πιστός, ἐπειδή τό διαισθάνεται αὐτό, στρέφει τήν ἐλπίδα του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ πιό ἀσφαλής πρόσβαση σ’ αὐτή τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεοτόκος. Ἡ Παναγία ἐνσάρκωσε τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο μέ τήν κυοφορία τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ μας.

Ἡ παρουσία τῆς Παναγίας στήν ἀνθρώπινη ἱστορία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς προνοίας καί προστασίας γιά τόν κόσμο. Ἡ Παναγία μέ τήν ἀρετή της ἕλκυσε τόν Θεό, μέ τήν ἱκεσία της λύγισε τόν οὐρανό, μέ τή σιωπή της κήρυξε εὔγλωττα τήν πίστη μας, μέ τήν ὑπομονή της ἔδωσε σωτήριο νόημα στόν πόνο καί μέ τήν ἄνοδό της στόν οὐρανό φέρνει τήν κάθε ἀνθρώπινη προσευχή στό ὑποπόδιον τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γίνεται λοιπόν ἡ Θεοτόκος ἡ ἀληθινή μας ἐλπίδα. Τίς φρικτές στιγμές πού στάθηκε κάτω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Παιδιοῦ της, μέ τά θεανδρικά Του λόγια «γύναι ἴδε ὁ υἱός σου», παρέλαβε ἀπό Ἐκεῖνον τήν εὐλογημένη μητρότητα γιά κάθε πιστό πού στέκει πάνω στόν ἴδιο Γολγοθᾶ. Σάν ἀληθινή μάνα λοιπόν εἶναι βοηθός καί προστάτης ὅλων τῶν παιδιῶν της πού βρίσκονται στό σταυρό τοῦ πόνου, τῶν θλίψεων, τῆς ἀρρώστιας καί τῆς μοναξιᾶς. Ἔτσι γίνεται ὄντως ἡ ἀμετάθετος ἐλπίδα ὅλων μας.

Ἄν οἱ μάνες ὅλου τοῦ κόσμου εἶναι ἀνίκανες νά προδώσουν τά παιδιά τους, ἄν οἱ μάνες ὅλου τοῦ κόσμου μέσα στά πρόσωπά τους ἐκφράζουν τήν ἱερότητα τῆς ἀγάπης, αὐτό συμβαίνει πολύ περισσότερο μέ τήν οἰκουμενική, τήν καθολική καί παγκόσμια μάνα μας, τήν Παναγία. Ἡ Θεοτόκος μέ τήν ἀκαταίσχυντη μητρική προστασία της γίνεται ἡ ἀληθινή μας ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα ὅχι μόνο γιά νά δραπετεύσουμε ἀπό τά ποικίλα προβλήματα πού μόνοι μας δημιουργήσαμε, ἀλλά καί ἡ μοναδική ἐλπίδα μέ τή δική της καθοδήγηση καί τίς δικές της προσευχές νά φτάσουμε στή μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε.

«Τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα» ἄς ἔχουμε στό μυαλό μας σέ κάθε δύσκολη περίσταση τῆς καθημερινότητάς μας. Ἐκείνη, στό πρόσωπο τῆς ὁποίας «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», εἶναι πρόθυμη νά προσευχηθεῖ γιά μᾶς, νά μᾶς παρηγορήσει καί νά μᾶς στηρίξει στόν ἀγώνα μας.

Ἐμεῖς ἄς μιμούμαστε τή ζωή της, ἄς ἐπικαλούμαστε τή βοήθειά της, ἄς φροντίζουμε μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας νά παραμένουμε ἑνωμένοι μέ τόν Υἱόν της καί Θεό μας, ὅπως κι ἐκείνη παρέμεινε. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά γιγαντώνεται μέσα μας ἡ ἐλπίδα ὅτι μέσα ἀπό κάθε κρίση θά βγαίνουμε πιό δυνατοί, πιό ὥριμοι, καί πιό ἄξιοι γιά ν’ ἀπολαμβάνουμε τίς ἀληθινές εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Τό εὔχομαι ὁλόθυμα σέ ὅλους σας. Χρόνια πολλά!

 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης,

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

τιμή στον κ. Δημήτριο Γκορόγια

Με μια ξεχωριστή εκδήλωση η ενορία Γενέσιον Ιωάννου του Προδρόμου Δοκιμίου αποχαιρέτησε τον επί 30 συναπτά έτη πρωτοψάλτη Δημήτριο Γκορόγια και τον τίμησε για την προσφορά του και την διαρκή παρουσία του στα εκκλησιαστικά και πνευματικά δρώμενα της κωμόπολης. Στο περιθώριο της τιμητικής εκδήλωσης ο πρωτοπρεσβύτερος πατέρας Λάμπρος Τηλιγάδας αναφερόμενος στην προσωπικότητα του Δημητρίου Γκορόγια μεταξύ άλλων είπε τα εξής:

«Ο Θεός προίκισε με το τάλαντο της μουσικής τον αξιολογότατο αδελφό εν Χριστώ Δημήτριο από μικρό παιδί και ο φίλτατος Δημήτρης με περίσσια εργατικότητα, υπομονή, το ανέδειξε αυτό το τάλαντο σε επιστήμη και έγινε παράδειγμα προς μίμηση. Υπηρέτησε το ιερόν αναλόγιον της ενορίας μας επί 30 συναπτά έτη. Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί στο πρόσωπό του τιμούμε όλους τους Ιεροψάλτες, που κρατούν ζωντανή την ιερή παράδοσή μας. Παράλληλα μαζί με την εκπρόσωπο του Δημοτικού Σχολείου Διευθύντρια κυρία Ευφροσύνη Ζάχαρη τον τιμούμε επίσης και για την διαχρονική, πολύτιμη προσφορά του στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η Ψαλτική τέχνη δεν είναι μια απλή διαδικασία, είναι η ζεύξη για την προσευχητική επικοινωνία όλων μας με τον Θεό» τόνισε ο πατέρας Λάμπρος απονέμοντας παράλληλα την τιμητική διάκριση της ενορίας. Η κυρία Ευφροσύνη Ζάχαρη διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Δοκιμίου απονέμοντας την τιμητική διάκριση του Σχολείου, εξήρε την προσωπικότητα και την προσφορά του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ενώ τόνισε ότι ο κύριος Δημήτρης παρά την συνταξιοδότησή του δεν σταμάτησε να είναι δίπλα στην εκπαιδευτική κοινότητα και να προσφέρει με διάφορους τρόπους. 

Από την μεριά του, ο τιμηθείς Πρωτοψάλτης και Δάσκαλος με την πλήρη έννοια του όρου κ. Γκορόγιας ευχαρίστησε για την ύψιστη τιμή και επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι “… Προέχει από όλους μας η διαφύλαξη της μουσικής και πνευματικής μας κληρονομιάς ενώ καθίσταται αναγκαία η παράδοσή της στις επόμενες γενιές…»


 

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Μικρή & Μεγάλη Παράκληση (του Κων/νου Μπαλατσιά)

 Ο καλός συνάδελφος ιεροψάλτης (και εκπαιδευτικός) Κωνσταντίνος Μπαλατσιάς ετοίμασε άλλο ένα μουσικό πόνημα.  Πρόκειται για την ακολουθία της Μικρής και Μεγάλης Παράκλησης προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Το εν λόγω βιβλίο αποτελείται από 78 σελίδες, διακρίνεται για την ευκρίνεια και πληρότητα των μουσικών χαρακτήρων και φυσικά την κλασικότητα των θέσεων.  Μπορούμε να το κατεβάσουμε στον υπολογιστή μας από τον σύνδεσμο εδώ.

Συγχαρητήρια, αγαπητέ Κώστα.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ μέσα απ’ τις επιστολές του

Άγιος Ευγένιος Γιαννούλης (τέλη 16ου αι. 1682 μ.Χ.)

 

 Κουτσαίνοντας κι αγκομαχώντας κατάφερε να βγει στην πύλη της Μονής. Δεν είναι μοναχά τα γηρατειά κι οι κόποι της πολύπαθης ζωής του, που μέτρησαν μ’ απλοχεριά τα σημάδια τους στο σώμα του, είναι κι ότι τυφλώθηκε πια, σκοτίστηκαν τα μάτια του κι η Γούβα είναι  ήδη ανήλιαγη και σκοτεινή. Σκιά θανάτου είναι, διαθέσιμη για οικιστές μόνον σαν τον Ευγένιο

–πώς να μη σκοντάψεις αλλιώς στα σκοτάδια του θανάτου, αν δεν φέγγεις της υπομονής την άσκηση;

Ώρα πολύ περίμενε, αλλά τίποτα. Δεν εφάνη κανένας χριστιανός, να βαστάει δεμάτι χαρτιά στα χέρια, να του δώκει κι αυτουνού ένα γράμμα. Να μην τον θυμήθηκε, άραγες, κανένας φίλος, να του γράψει δυο κουβέντες; Κι αν υποφέρει να στερείται απ’ όλα τ’ αγαθά και τα φαγιά του κόσμου, απ’ των φίλων του την έγνοια πώς να ζήσει χώρια; Δεν το ‘λεγε και το ματάλεγε, ότι αυτός τη φιλία τη βάζει πάνω απ’ όλα; Ότι η κνίσα των καλών που του ‘καμαν οι φίλοι του δε φεύγει απ’ τα ρουθούνια του ποτέ, όσο και να πολυκαιρίζει; Και δεν τ’ απέδειξε τούτο; Ποιος άλλος στ’ αλήθεια άντεξε τόσα χρόνια πλάι στον οργίλο και θυμώδη και μελαγχολικό Κορυδαλλέα μ’ όλα του τα χούγια; Τώρα; να τον ξέχασαν; Όχι, όχι! δεν τον ξεχνούν οι φίλοι του τον Ευγένιο. Μήτε κι αυτός τους αλησμονάει ποτέ –μη σώσει και τους αλησμονήσει! Ίσως ν’ άργησε να φτάσει ο κομιστής των γραμμάτων στ’ Άγραφα, όπως έκαμε και με το γράμμα του παπα-Τιμόθεου του φίλου του, που το βάσταξε ο βλοημένος όσο κι η εγκυμονούσα ίππος το πουλάρι της. Αλλά την όντως αγάπη και τη φιλία την ευαγγελική, που ενσημάνθηκε στις ψυχές των φοβούμενων τον Κύριο, δεν μπορεί να την μεταβάλει ποτέ του ούτε κι ο χρόνος στο μηδέν, μήτε κι η απόσταση να τη σαλέψει, μηδέ άλλη τινά αιτία.

Πρέπει να γυρίσει πίσω στο κελί, αρκετά περίμενε γι απόψε. Θα ξανάβγει ταχιά στην πόρτα για καρτέρι, να τον δει από μακριά όποιος φέρνει τα γράμματα, να του τα δώκει γρήγορα. Πιάστηκε απ’ τις πέτρες της μάνδρας που εξείχαν και κίνησε με δυσκολία. Πέρασε πρώτα απ’ το μαγειριό –τι μαγειριό δηλαδή, λες κι είχαν τίποτες να μαγειρέψουν στον παγκράμβιο βίο τους; Ξεσκέπασε το καταμαυρισμένο απ’ τη φωτιά ταψί κι έφαγε λίγη κράμβη ψητή. Εψές έφαγαν την κράμβη ταριχευτή, προψές με νερό κι αλάτι και σήμερα την ψήσαν. Αλλά μπορούσε να κάμει ο γέροντας κι αλλιώς; Ήθελε τώρα δα να πιει ένα ποτήρι κρασί, ναι, τ’ ομολογάει, αλλά μπορεί να ταιριάξει το γερούσιο αίμα του σταφυλιόυ με τούτο το λάχανο; Αχ! κι αυτό το ποτάμι, μόνον για να ροχθεί και ν’ αλαλάζει μαζί με της νύχτας τα τσακάλια, τους μηλοφόνους λύκους και τις στυγερές αρκούδες και να καθρεφτίζει τους γύπες και τους ικτίνους της ημέρας είναι. Δε θα ‘χε κι αυτό όπως όλα τα ποτάμια ένα ψαράκι, έστω ένα, να το πιάσουν οι μαθητάδες, να το ψήσουν του γερο-δασκάλου τους, ν’ αναπαυτεί λιγάκι; Ούτε κατηραμένο να γίνουν τα ψάρια του λιθάρια να ‘ταν κι είναι μόνον λιθοφόρο! Νεκρά θάλασσα κανονική! Μήπως κι η γης τους; Αυτή δε θα φύτρωνε δυο κλήματα, να τους κρεμάσει απάνω δυο σταφύλια ή δε θα γλύκαινε σε καμιά συκιά ένα σύκο, το γλυκερώτατο τούτο φρούτο, που το στερήθηκε τόσο;

Και να ‘ταν μόνον αυτά… Τώρα που νυχτώνει, πόσο θα ‘θελε να βγει έξω να περπατήσει, όπως κάνει τη μέρα, ειδικά το καλοκαίρι, που ποτίζονται όλα τα γύρω της Μονής απ’ το καλλίρροο και κρυερό νερό τους και γίνονται χλοερά κι επίχαρι, κάνοντας και τους περιπάτους τους γλυκερούς κι ευθύμους! Να σταθεί έπειτα και να παρατηρήσει με προσοχή τον Αρκτούρο και την Άρκτο, τον Πώλο κι όλα τα συναφή, που ‘μαθε με τόσους κόπους, χρόνους ολόκληρους κοντά στους δασκάλους του και τα στερείται παντελώς! Απ’ το Μοναστήρι του μπορεί να δει μόνον το αστροθέτημα του Ταύρου, τον Κύνα και τον Ζωδιακό κι αυτά όχι πάντα. Όλα τ’ άλλα του τα κρύβουν τα βουνά, βήλα στις σοφίες του κόσμου τούτου. Κι αυτός ο ήλιος ακόμα, του κρύβεται. Τον βλέπει σαν από καπνή, αντί να χαμηλώσει, να γίνει λυχνάρι ημέρας και νυκτός πάνω απ’ τα διαβάσματα και τα γραψίματά του, τώρα που μέστωσε σα γέρος. Τον ουρανό, ούτε κι αυτόν μπορεί να δει περισσότερο της αλωάδος, εκτός απ’ το λίγο απόστημα.

Ανακλίθηκε στον οντά του ο γέροντας κι ανασύρθηκε ο νους του στην αθλία πατρίδα, που στενάζει επιθανάτια, δέσμια και σκλάβα της αμαθείας. Και στενάζει κι ο Ευγένιος μαζί, που ως δάσκαλος αληθινός κατακαίγεται από έρωτα πνευματικό κι αγάπη ένθεη πολλή κι ασύγκριτη για τους μαθητές του και τον κόσμο όλο. Αχ! από πόνο σε πόνο την πάει την καρδιά του η αμάθεια όπου ενέσκηψε στο γένος. Και τα μαθαίνει όλα, βέλη ακονισμένα πάνω στους διδασκαλικούς του πόθους μπήγονται στην καρδιά του οι φαρμακερές ειδήσεις. Πώς να το κατακάνει δα ότι στην πατρίδα του, την Αιτωλία, είναι τόση η αγραμματοσύνη, που γίνηκαν οι συντοπίτες του αναλφάβητοι και παντελώς βάρβαροι, ότι δεν διαφέρουν πια στην ομολογία της πίστης τους απ’ τους αλλόφυλους; Πως; Πως, ότι ο παπάς εκεί αφήνει να φεύγουν παιδιά αβάφτιστα κι αλειτούργητα κι ότι όπου φανεί κανένας ιερέας γίνεται ωσάν εκφόβητρο κωμικό ή τέρας τραγικό; Τις ζει κι ο ίδιος τις βαρβαρότητες του κατακτητή στο πετσί του, ξέρει όμως ότι ένα πράμα δεν αφαιρείται από εχθρό, η αρετή. Αυτή διδάσκει στους μαθητές του, αυτή θέλει να διδάσκουν κι αυτοί. Και παραγγέλλει στους χωριανούς να ‘χουν όλα τα αγαθά και τις αναπαύσεις στους δασκάλους τους, γιατί θέλει η παίδευση κι η φροντίδα της γνώσης του λόγου κι η επιμέλεια των μαθημάτων ησυχία κι αταραξία και νου ανενόχλητο από τις περιστάσεις. Να μην αποκάμουν οι δάσκαλοι να λένε στα παιδιά να μην έχουν τον νου τους στα ρούχα και τα ρέοντα και ευτελή, να μην ακούν μήτε και να μιμούνται τους απαίδευτους, να μην κάθονται όλο στο σπίτι στερώντας τον εαυτό τους απ’ τη συνομιλία με τους σοφώτερους και πεπαιδευμένους, αλλά να έχουν πάντα προ των οφθαλμών τους την τελειότητα της ψυχής, την γνώση των θείων, που μας ξεχωρίζει απ’ τα άλογα τα ζωντανά, να γυμνάζονται λίγο - λίγο στην αρετή και συν Θεώ να προκόπτουν μέρα τη μέρα. Η νιότητα πρέπει να μνημονεύει συνεχώς τα έσχατα και να φιλοσοφεί, να φιλοσοφεί γνησίως την ματαιότητα των ανθρωπίνων. Και να μη σκιάζονται οι δάσκαλοι να μαλώνουν τους μαθητές τους όταν χρειαστεί, κινούμενοι απ’ την αγάπη τους. Γιατί, αν τα πατρικά σπλάχνα παρακινούν τους γονιούς να μαλώνουν τα παιδιά τους, ο όντως αληθινός δάσκαλος δεν έχει διόλου λιγότερα σπλάχνα απ’ αυτούς. Ο δάσκαλος, βέβαια, μόνον ένα σπυρί μπορεί να σπείρει κι ο μαθητής μόνον να σπουδάζει πάντοτε τα καλά μπορεί. Το δεντρί είναι του Θεού δουλειά. Το τέλος των καλών μόνον η θεία χάρη το φέρνει. Το ξέρει καλά απ’ την δική του μαθητεία ο Ευγένιος αυτό. Μπορεί να μην του το ‘δειξε ο δάσκαλός του στα φιλοσοφικά, ο Κορυδαλλέας, αυτός τόσα ήξερε, τόσα του ‘πε –σχωρεμένος να ΄ναι. Του το ‘γραψε στα χέρια κόμπο – κόμπο το κομποσκοίνι του και του το πότισε στάλα στάλα τ’ αλμυρό νερό της κράμβης γλυκειά η νοερά λατρεία!


Τι ‘θελε και τα θυμήθηκε τώρα αυτά; Τον πήραν τα κλάματα τον γέροντα κι ανάγυρε λίγο, να ψάλλει τ’ απολυτίκιο της Αγίας του Μοναστηριού, της μάρτυρος Παρασκευής. Τον άκουσαν οι μαθητές του που ‘κλαιγε, αφουγκράστηκαν μυστικά τ’ αναφιλητά του όταν έλεγε «όθεν προχέεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών», αλλά δεν πήγαν εκεί να τον ‘μποδίσουν, μον’ άρχισαν να κλαίν’ κι αυτοί μαζί του. Πόσες και πόσες φορές εξάλλου του βάσταγαν το κερί και των δικών τους πόνων μπροστά απ’ την εικόνα της Αγίας στο καθολικό, να γίνονται τα δάκρυα ασήμια καθώς στάζανε στο ιλαρόφως του, να θησαυρίζουνε το λάκκο της κακής πτωχείας!

Τον Ευγένιο δεν τον γνοιάζει η φυσική φτώχεια της Γούβας κι οι στερήσεις του εκεί… Δεν πονάει γι αυτά, δεν περισσεύει πόθος να τους τον δώσει. Η εγκράτεια είναι σπουδαίο πράμα, λέει και ξαναλέει. Και ξέρει και την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της εγκράτειας. Γιατί, αν η σωματική εγκράτεια είναι χρήσιμη αδερφή της πνευματικής, η πνευματική είναι αναγκαία και πολύ διαφέρει του χρήσιμου το αναγκαίο. Κι αυτός εγκρατεύεται από πολλά στη Γούβα και πρώτα απ’ όλα απ’ όσα θέλει ένας φιλόσοφος για να θρέφει τη λογική.

Είναι, όμως, φιλόσοφος αυτός; Ναι! είναι! Μα δε χρειάζεται πια να θρέφει τη λογική, να τη θεριεύει, για να κλείνει μέσα της σμικρό το Θεό. Κι όχι μόνον το Θεό, όλους κι όλα εκεί να τα κλείνει –κι αν δεν χωρούν ή περισσεύουν, με το ζόρι- απόκαρδα κι απάνεμα κοινωνίας. Τώρα, στη βαθύσκιωτη Γούβα, παλεύει σε μαρμαρένια αλώνια μέρα και νύχτα με τον εαυτό του, γίνηκε στρουθίο σε δώμα μοναχικό κι ερημικός πελεκάνος, ξένος απ’ όλα του τα πριν, μαθητής σ’ άλλο μάθημα πια, στο «γνώθι σαυτόν». Όχι πως μισεί τον εαυτό του, μ’ άλλο έχει να παλέψει, με της φιλαυτίας το τέρας. Να το πιάσει στα χέρια, να το βάλει κάτω και να το κάμει αρνί άκακο, φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, αγάπη αληθινή να το κάμει.

Χρόνια ολόκληρα του πήρε να προσπαθεί ν’ ανάψει το καντήλι της ανακάλυψης, να παίρνει λάδι απ’ το γερο-Πλάτωνα και νερό απ’ τον Αριστοτέλη, αλλά φως πουθενά… Κι ο Πλωτίνος άφαντος κι οι Στωικοί επίσης, να ‘ρθουν να του δώσουν ένα σπίρτο, κάτι, τι σόι φίλοι είναι – δεν τον εγκατέλειψαν, στέκουν παρέκει του σαβανωμένοι με χάρτους αναπαντησίας ερώτων και τυλιγμένοι με φυτίλια παράκλησης σπίθας έστω φωτός. Κι εκείνος ο Κορυδαλλέας, δε θα του το μαρτύραγε, ότι ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά αποκαλύπτεται; Αλλά φυτίλι σβηστό πας στη Γούβα, ώσπου σε μια στιγμή γιομίζεις Φως. Φως, Φως, παντού Φως. Τα πάντα Φως.

Ο Ευγένιος δεν έπαψε ποτέ να ‘ναι φιλόσοφος. Μόνον που τώρα είναι άλλου είδους φιλόσοφος, φιλόσοφος αληθινός, κι έχει μ’ άλλου είδους φιλοσοφία να κάνει, με την πρακτική φιλοσοφία, την κάθαρση δηλαδή, τη φυσική θεωρία και τέλος τη μυστική θεολογία, αυτή τη θέωση του ανθρώπου.

Έσβησε το λυχνάρι του και γύρισε πλευρό με δυσκολία. Έπιασε το κομποσκοίνι του και φώναξε τους μαθητές του, να ΄ρθουν δίπλα του. Δε θα βγει να καρτερέσει σύνταχα στην πόρτα τον ταχυδρόμο να φανεί, όπως τους είχε πει, για να τον βαστάνε ως εκεί μην πέσει και χτυπήσει. Δε χρειάζεται, τους είπε, γιατί ξέρει κι άλλον τρόπο, γρηγορότερο, ενώ τα χέρια του ήδη γυρνούσαν τους πολυκαιρισμένους κόμπους. Έτσι τους είπε και τ’ άκουσαν κατάκαρδα στο Καρπενήσι, που ‘χαν πάει για δουλειές.

Κι άρχισε να μιλάει με τους φίλους του ο Ευγένιος, ο φιλόσοφος ο αληθινός…

(Φώτης Τσαρούχης, ιεροψάλτης)