Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

το λοιπόν αδελφοί - ήχος πλ-β΄

 Ο αείμνηστος ιεροψάλτης των ιερών ναών Αγίας Τριάδος και Ζωοδόχου Πηγής Αγρινίου Θεόδωρος Μαϊκαντής στο μουσικό βιβλίο της θείας λειτουργίας που εξέδωσε περιλαμβάνει και τον κάτωθι ύμνο, μελοποίηση από την προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου.




Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Το νέο διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου ιεροψαλτών Αιτωλίας και Ακαρνανίας «Άνθιμος ο Αρχιδιάκονος», με έδρα την πόλη του Αγρινίου .

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΕΡΟΨΑΛΤΩΝ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ  Αγρίνιο, 15 Οκτωβρίου 2023 

‘ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ’ 

ΜΕ ΕΔΡΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ 




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 

Σήμερα, Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023, συγκροτήθηκε σε σώμα το νέο διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου ιεροψαλτών Αιτωλίας και Ακαρνανίας «Άνθιμος ο Αρχιδιάκονος», με έδρα την πόλη του Αγρινίου, από τις διενεργηθείσες αρχαιρεσίες της 27ης Σεπτεμβρίου 2023.   


Η πλήρης σύνθεσή του έχει ως εξής: 


  • Πρόεδρος: Φούκας Ανδρέας 

  • Αντιπρόεδρος: Παππάς Νικόλαος 

  • Γενικός Γραμματέας: Βάτσιος Θεόδωρος 

  • Ταμίας: Αντωνόπουλος Βασίλειος 

  • Μέλος: Νάκος Κωνσταντίνος 


Στη νέα αυτή προσπάθεια κρίνεται απαραίτητη η συνέπεια και η ενεργή συμμετοχή όλων των μελών στις δράσεις του Συλλόγου, ώστε να συνεχιστεί η διαχρονικά επιτυχημένη πορεία του, με γνώμονα τη διαφύλαξη και τη διάδοση της πατρώας βυζαντινής μουσικής παράδοσης, καθώς και τα δικαιώματα του κλάδου των ιεροψαλτών. 

Με εκτίμηση, 

Το Διοικητικό Συμβούλιο 

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

μεταγλώττιση εωθινών δοξαστικών

Η εκπόνηση της μεταγλώττισης των ένδεκα εωθινών δοξαστικών ανήκει στον εκ Μεσολογγίου φίλο ιεροψάλτη και φιλόλογο Ιωάννη Φλάκα.

Απόδοση Αναστάσιμων Εωθινών Δοξαστικών στη Νέα Ελληνική 

Α΄

Εἰς τὸ ὄρος τοῖς μαθηταῖς ἐπειγομένοις || διὰ τὴν χαμόθεν ἔπαρσιν | ἐπέστη κύριος·

|| καὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν | καὶ τὴν δοθεῖσαν ἐξουσίαν || πανταχοῦ διδαχθέντες || εἰς τὴν ὑπ’ οὐρανὸν ἐξαπεστέλλοντο, || κηρύξαι τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν || καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀποκατάστασιν· || οἷς καὶ συνδιαιωνίζειν | ὁ ἀψευδὴς ἐπηγγείλατο || Χριστὸς ὁ θεὸς | καὶ σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Εμφανίστηκε ο Κύριος στους μαθητές την ώρα που τρέχαν στο βουνό για ν’ ανυψωθούν απ’ τη χαμέρπεια. Και, αφού τον προσκύνησαν και τους εξήγησε την πάνω στα πάντα δοσμένη (σ’ αυτόν) εξουσία, στέλνονταν στην υφήλιο για να διατρανώσουν την απ’ τον τάφο Έγερση και την επάνοδο στον ουράνιο θρόνο. Και τους υποσχέθηκε ο Χριστός ̶ η Αλήθεια, ο Θεός και ψυχοσώστης μας ̶ ότι θα ’ναι στο πλευρό τους παντοτινά.

 Β΄

 

Μετὰ μύρων προσελθούσαις || ταῖς περὶ τὴν Μαριὰμ γυναιξὶ || καὶ διαπορουμέναις, | πῶς ἔσται αὐταῖς τυχεῖν τοῦ ἐφετοῦ, || ὡράθη λίθος μετηρμένος || καὶ θεῖος νεανίας

|| καταστέλλων | τὸν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυχῆς· || ἠγέρθη, γάρ φησιν, | Ἰησοῦς ὁ κύριος· || διὸ κηρύξατε | τοῖς κήρυξιν αὐτοῦ μαθηταῖς || εἰς τὴν Γαλιλαίαν δραμεῖν || καὶ ὄψεσθαι αὐτὸν | ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, || ὡς ζωοδότην καὶ κύριον.

Καθώς πλησίασαν με μύρα οι μαζί με τη Μαρία γυναίκες, κι εναγωνίως αναρωτιόνταν πώς τον πόθο τους θα κατορθώσουν να εκπληρώσουν, είδαν τον βράχο μετακινημένο και νέο θεϊκό που γαληνεύει τον ψυχικό τους πανικό. Γιατί λέει ʽʽαναστήθηκε ο Ιησούς ο Κύριος. Γι’ αυτό στους μαθητές και διαδότες του διαδώστε να τρέξουν στη Γαλιλαία και να τον αντικρίσουν, ως Ζωογόνο κι Εξουσιαστή, νεκραναστημένοʼʼ.


Γ΄

 

Τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας || τὴν τοῦ σωτῆρος εὐαγγελιζομένης || ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν

| καὶ ἐμφάνειαν, || διαπιστοῦντες οἱ μαθηταὶ | ὠνειδίζοντο τὸ τῆς καρδίας σκληρόν· || ἀλλὰ τοῖς σημείοις | καθοπλισθέντες καὶ θαύμασι || πρὸς τὸ κήρυγμα ἀπεστέλλοντο·

|| καὶ σὺ μὲν, κύριε, πρὸς τὸν ἀρχίφωτον || ἀνελήφθης πατέρα, || οἱ δὲ ἐκήρυττον | πανταχοῦ τὸν λόγον || τοῖς θαύμασι πιστούμενοι· || διὸ οἱ φωτισθέντες δι’ αὐτῶν || δοξάζομέν σου | τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν, || φιλάνθρωπε κύριε.

Φανατικά άπιστοι οι μαθητές, όταν η Μαρία η Μαγδαληνή γνωστοποιούσε τη χαρμόσυνη Επιστροφή απ’ τον Άδη κι εμφάνιση του σωτήρα, και για τον λόγο αυτόν κατηγορούνταν για πέτρινη καρδιά. Αλλά με θαυμαστά σημάδια εξοπλισμένοι στέλνονταν να κηρύξουν. Κι εσύ, απ’ τη μεριά σου, Κύριε, ανέβηκες στον πρωτόφωτο Πατέρα, ενώ εκείνοι κήρυτταν σ’ όλη την οικουμένη πιστοποιώντας με θαύματα τα λόγια. Γι’ αυτό εμείς, που μέσω εκείνων φωτιστήκαμε, μεγαλύνουμε την Ανάστασή σου απ’ τους νεκρούς, Ηγέτη και Φίλε μας.

 

Δ΄

 

Ὄρθρος ἦν βαθὺς, | καὶ αἱ γυναῖκες ἦλθον || ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, Χριστέ, || ἀλλὰ τὸ σῶμα οὐχ εὑρέθη || τὸ ποθούμενον αὐταῖς· || διὸ ἀπορουμέναις || οἱ ταῖς ἀστραπτούσαις | ἐσθήσεσιν ἐπιστάντες, || τί τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν | ζητεῖτε, ἔλεγον· || ἠγέρθη, ὡς προεῖπε· || τί ἀμνημονεῖτε τῶν ῥημάτων αὐτοῦ; || Οἷς πεισθεῖσαι | τὰ ὁραθέντα ἐκήρυττον, || ἀλλ’ ἐδόκει λῆρος | τὰ εὐαγγέλια· || οὕτως ἦσαν ἔτι | νωθεῖς οἱ μαθηταί· || ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἔδραμε | καὶ ἰδὼν | ἐδόξασέ σου || πρὸς ἑαυτὸν τὰ θαυμάσια.

Άγρια ήταν χαράματα κι έφθασαν στον τάφο σου οι γυναίκες, Χριστέ, αλλά το πολυπόθητο γι’ αυτές σώμα δεν βρήκαν. Γι’ αυτό, ενώ σ’ αμηχανία βρίσκονταν, εκείνοι που εμφανίστηκαν με υπέρλαμπρες στολές έλεγαν ʽʽγιατί τον ολοζώντανο μες στους νεκρούς αναζητείτε; Το ’πε και το ’κανε· αναστήθηκε. Γιατί τα λόγια του δεν θυμάστε;ʼʼ. Πεπεισμένες μονομιάς από εκείνους διακήρυτταν όσα είδαν, μα τα καλά νέα ασυναρτησίες θεωρούνταν. Τόσο αποχαυνωμένοι ήταν ακόμη οι μαθητές. Ο


Πέτρος, όμως, έτρεξε και, μόλις είδε, το θαύμα σου δόξασε προς το κατάλυμά του γυρνώντας.

 

Ε΄

Ὢ τῶν σοφῶν σου | κριμάτων, Χριστέ! || Πῶς Πέτρῳ μὲν τοῖς ὀθονίοις μόνοις || ἔδωκας ἐννοῆσαί σου τὴν ἀνάστασιν; || Λουκᾷ δὲ καὶ Κλεόπᾳ | συμπορευόμενος ὡμίλεις, || καὶ ὁμιλῶν | οὐκ εὐθέως ἑαυτὸν φανεροῖς· || διὸ καὶ ὀνειδίζῃ, || ὡς μόνος παροικῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ || καὶ μὴ μετέχων | τῶν ἐν τέλει βουλευμάτων αὐτῆς· || ἀλλ’ ὁ πάντα | πρὸς τὸ τοῦ πλάσματος || συμφέρον οἰκονομῶν || καὶ τὰς περὶ σοῦ προφητείας ἀνέπτυξας, || καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν τὸν ἄρτον || ἐγνώσθης αὐτοῖς, || ὧν καὶ πρὸ τούτου αἱ καρδίαι || πρὸς γνῶσίν σου ἀνεφλέγοντο· || οἳ καὶ τοῖς μαθηταῖς συνηθροισμένοις || ἤδη τρανῶς | ἐκήρυττόν σου τὴν ἀνάστασιν, || δι’ ἧς ἐλέησον ἡμᾶς.

Πόσο σοφές, Χριστέ, οι αποφάσεις σου! Πώς, απ’ τη μια μεριά, με το σκέτο σάβανο έδωσες στον Πέτρο να καταλάβει την Ανάστασή σου; Απ’ την άλλη, συμπορευόσουν και μιλούσες με τον Λουκά και τον Κλεόπα και, παρά το ότι μιλούσες, δεν εμφανίζεις κατευθείαν το πραγματικό σου πρόσωπο. Γι’ αυτό και ψέγεσαι σαν ο μοναδικός περαστικός απ’ την Ιερουσαλήμ που δεν πήρε είδηση τα διατάγματα των αξιωματούχων της. Αλλά, ακόμη, εσύ που τα πάντα θέτεις στην υπηρεσία του δημιουργήματός σου, ξετύλιξες τις σχετικές με σένα προφητείες και κατά την αρτοκλασία αποκαλύφθηκες σ’ εκείνους, των οποίων η καρδιά από πριν άρχιζε να καίγεται να σε αναγνωρίσει. Κι εκείνοι αμέσως διατράνωναν στους συγκεντρωμένους μαθητές την Ανάστασή σου, με την οποία ελέησέ μας.

ΣΤ΄

Ἡ ὄντως εἰρήνη σὺ, Χριστὲ, || πρὸς ἀνθρώπους θεοῦ | εἰρήνην τὴν σὴν διδοὺς || μετὰ τὴν ἔγερσιν μαθηταῖς, || ἐμφόβους ἔδειξας αὐτοὺς | δόξαντας πνεῦμα ὁρᾶν· || ἀλλὰ κατέστειλας | τὸν τάραχον αὐτῶν || τῆς ψυχῆς δείξας τὰς χεῖρας | καὶ τοὺς πόδας σου·

|| πλὴν ἀπιστούντων ἔτι | τῇ τῆς τροφῆς μεταλήψει || καὶ διδαχῶν ἀναμνήσει || διήνοιξας αὐτῶν τὸν νοῦν | τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς· || οἷς καὶ τὴν πατρικὴν |


ἐπαγγελίαν καθυποσχόμενος || καὶ εὐλογήσας αὐτοὺς | διέστης πρὸς οὐρανόν· || διὸ σὺν αὐτοῖς προσκυνοῦμέν σε, || κύριε, δόξα σοι.

Εσύ, Χριστέ, η προσωποποίηση της θεϊκής ειρήνης για τους ανθρώπους, αν και μοίραζες την ειρήνη σου μετά την Ανάσταση στους μαθητές, έδειξες ότι ήταν βυθισμένοι στον φόβο καθώς νόμισαν πως φάντασμα βλέπαν. Αλλά γαλήνεψες την ψυχική τους ταραχή δείχνοντας τα χέρια και τα πόδια σου. Επειδή παρ’ όλα αυτά άπιστοι παρέμεναν, με το νας φας από το φαγητό τους και το να ξαναθυμίσεις τις διδαχές διεύρυνες τους πνευματικούς τους ορίζοντες για να καταλαβαίνουν τις Γραφές. Και, αφού τους διαβεβαίωσες για την πατρική υπόσχεση και τους ευλόγησες, διαχωρίστηκες με κατεύθυνση τον ουρανό. Γι’ αυτό, Αφέντη, μαζί τους σε προσκυνούμε δοξάζοντάς σε.

Ζ΄

Ἰδοὺ, σκοτία καὶ πρωῒ, || καὶ τί πρὸς τὸ μνημεῖον, Μαρία, ἕστηκας || πολὺ σκότος ἔχουσα ταῖς φρεσίν; || Ὑφ’ οὗ ποῦ τέθειται ζητεῖς ὁ Ἰησοῦς· || ἀλλ’ ὅρα τοὺς συντρέχοντας μαθητὰς, || πῶς τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ || τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο, || καὶ ἀνεμνήσθησαν | τῆς περὶ τούτου γραφῆς· || μεθ’ ὧν καὶ δι’ ὧν | καὶ ἡμεῖς πιστεύσαντες || ἀνυμνοῦμέν σε | τὸν ζωοδότην Χριστόν.

Να! Δεν έχει ακόμη ο ήλιος βγει, κι εσύ γιατί, Μαρία, στάθηκες προς τον τάφο μ’ ανήλιαγο μυαλό; Mες στη σκοτοδίνη του πού ο Ιησούς έχει τεθεί αναζητείς. Mα κοίτα τους μαθητές που πλάι πλάι τρέχουν, πώς τα νεκρικά ενδύματα τεκμήρια της Ανάστασης θεώρησαν, και ξαναθυμήθηκαν τη σχετική προφητεία. Eπειδή μαζί μ’ εκείνους και απ’ εκείνους πιστέψαμε κι εμείς, Ζωοπάροχε Χριστέ, σε εξυμνούμε.

Η΄

 

Τὰ τῆς Μαρίας δάκρυα | οὐ μάτην χεῖται θερμῶς· || ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται | καὶ διδαχῶν τῶν ἀγγέλων || καὶ τῆς ὄψεως αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ· || ἀλλ’ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ,

| οἷα γυνὴ ἀσθενής· || διὸ καὶ ἀποπέμπεται | μὴ προσψαῦσαί σοι, Χριστέ· || ἀλλ’ ὅμως κήρυξ πέμπεται | τοῖς σοῖς μαθηταῖς, || οἷς εὐαγγέλια φέρουσα || τὴν πρὸς τὸν


πατρῷον κλῆρον | ἄνοδον ἀπαγγέλλει σου· || μεθ’ ἧς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς || τῆς ἐμφανείας σου, δέσποτα κύριε.

Τα δάκρυα της Μαρίας χύνονται με θέρμη και πιάνουν τόπο. Γιατί, να! Έχει κριθεί άξια και αγγελικών εξηγήσεων και της θεϊκής αυτοψίας. Αλλά, ως γυναίκα αδύναμη, γήινες σκέψεις κάνει ακόμη. Γι’ αυτό και ξαποστέλλεται, Χριστέ, ώστε να μην σ’ αγγίξει. Εν τούτοις, ως αγγελιαφόρος στέλνεται στους μαθητές σου, στους οποίους, τα καλά νέα αφού φέρει, την ανάβασή σου προς την πατρική γη ανακοινώνει. Μαζί μ’ εκείνη κάνε κι εμάς άξιους της εμφάνισής σου, Άρχοντα και Αρχηγέ μας.

Θ΄

 

Ὡς ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων | οὔσης ὀψίας σαββάτου || ἐφίστασαι τοῖς φίλοις, Χριστὲ,

|| καὶ θαύματι θαῦμα βεβαιοῖς, || τῇ κεκλεισμένῃ εἰσόδῳ τῶν θυρῶν || τὴν ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν· || ἀλλ’ ἔπλησας χαρᾶς τοὺς μαθητὰς, || καὶ πνεύματος ἁγίου μετέδωκας αὐτοῖς, || καὶ ἐξουσίαν ἔνειμας | ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, || καὶ τὸν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες || τῷ τῆς ἀπιστίας | καταβαπτίζεσθαι κλύδωνι· || διὸ παράσχου καὶ ἡμῖν | γνῶσιν ἀληθῆ || καὶ ἄφεσιν πταισμάτων, | εὔσπλαγχνε κύριε.

Σαν στα έσχατα τα χρόνια εμφανίζεσαι, Χριστέ, σαββατόβραδο στους φίλους, και το θαύμα με θαύμα επικυρώνεις, την απ’ τον Άδη Άνοδό σου με την από κλειστή πόρτα είσοδο. Και γέμισες χαρά τους μαθητές, κι Άγιο Πνεύμα τους μετέδωσες, και να συγχωρούν αμαρτίες εξουσιοδότησες, και τον Θωμά δεν παράτησες στα κύματα της απιστίας να βουλιάζει. Γι’ αυτό δώρισε και σ’ εμάς τεκμηριωμένη γνώση και παραγραφή πταισμάτων, μεγαλόκαρδε Ηγεμόνα.


Ι΄

 

Μετὰ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον || καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν || ἀθυμοῦντες, ὡς εἰκὸς, || ἐπὶ τῷ χωρισμῷ σου, Χριστὲ, οἱ μαθηταὶ || πρὸς ἐργασίαν ἐτράπησαν· || καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα, || καὶ ἄγρα οὐδαμοῦ· || ἀλλὰ σὺ, σῶτερ, ἐμφανισθεὶς, || ὡς δεσπότης πάντων, || δεξιοῖς τὰ δίκτυα | κελεύεις βαλεῖν· || καὶ ἦν ὁ λόγος ἔργον εὐθὺς, || καὶ πλῆθος τῶν ἰχθύων πολὺ || καὶ δεῖπνον ξένον | ἕτοιμον ἐν γῇ· || οὗ μετασχόντων τότε


σου τῶν μαθητῶν || καὶ ἡμᾶς νῦν νοητῶς καταξίωσον ἐντρυφῆσαι, || φιλάνθρωπε κύριε.

Μετά την κάθοδο στον Άδη και την Άνοδο από εκεί, απελπισμένοι ̶ φυσικά ̶ οι μαθητές λόγω, Χριστέ, της απουσίας σου στράφηκαν στη δουλειά. Κι άντε πάλι πλοία και δίχτυα και πουθενά ψαριά. Αλλ’ όταν, Σωτήρα, εμφανίσθηκες εσύ, διατάζεις, ως Παντοκράτορας, να ρίξουν τα δίχτυα δεξιά. Κι έγινε ο λόγος πράξη πάραυτα, κι ήταν πολυπληθής ψαριά κι έτοιμο στη στεριά παράξενο πρωινό. Αυτό, στο οποίο οι μαθητές σου πήραν τότε μέρος, αξίωσε τώρα κι εμάς ν’ απολαύσουμε πλατωνικά, Κυβερνήτη και Φίλε μας.

 

ΙΑ΄

 

Φανερῶν ἑαυτὸν | τοῖς μαθηταῖς ὁ σωτὴρ || μετὰ τὴν ἀνάστασιν || Σίμωνι δέδωκε | τὴν τῶν προβάτων νομὴν, || εἰς ἀγάπης ἀντέκτισιν || τὴν τοῦ ποιμαίνειν φροντίδα αἰτῶν· || διὸ καὶ ἔλεγεν· | εἰ φιλεῖς με, Πέτρε, || ποίμαινε τὰ ἀρνία μου, | ποίμαινε τὰ πρόβατά μου· || ὁ δὲ εὐθέως ἐνδεικνύμενος τὸ φιλόστοργον || περὶ τοῦ ἄλλου μαθητοῦ ἐπυνθάνετο· || ὧν ταῖς πρεσβείαις, Χριστὲ, τὴν ποίμνην σου διαφύλαττε || ἐκ λύκων λυμαινομένων αὐτήν.

Aυτοπροσώπως εμφανίζεται ο Σωτήρας στους μαθητές μετά την Ανάσταση, κι έχει κληροδοτήσει στον Σίμωνα το βοσκοτόπι των προβάτων, ζητώντας ̶ σε ανταμοιβή της αγάπης ̶ της διαποίμανσης τη μέριμνα. Γι’ αυτό και έλεγε ʽʽαν μ’ αγαπάς, Πέτρε, πρόσεχε τα αρνάκια μου, πρόσεχε τα πρόβατά μουʼʼ. Αποδεικνύοντας εκείνος παρευθύς τη στοργικότητα, για τον άλλο μαθητή ρωτούσε. Με τη μεσολάβησή τους προστάτευε, Χριστέ, το κοπάδι σου απ’ τους λύκους που το αποδεκατίζουν.