Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Άγιος Κοσμάς, Άγιος Παΐσιος, επίσκοπος Κοσμάς

 του Φώτη Τσαρούχη, ιεροψάλτη

Ο Κώστας, μικρός μαθητής, κάθεται έξω από ένα απ’ τα διακόσια τόσα σχολεία του παπαΚοσμά, κάπου στην Αιτωλία, δε θυμάμαι που ακριβώς. Βρέχει και περιμένοντας να σταματήσει η βροχή, δώσαν και τα χέρια επιτέλους να ονομαστεί Κοσμάς κι ο Κώστας, όταν μεγαλώσει, που τόσο το θελε! Ο Άγιος βέβαια δεν το ‘θελε καθόλου, μήτε και τ’ αποζητούσε, αλλά ο μικρός Κώστας επέμενε κάθε λίγο και λιγάκι: «δώσε μου τ’ όνομά σου, Γέροντα, να το ‘χω και ‘γω, να χω κάτι από σένα! Θέλω και μένα να με λένε Κοσμά όταν μεγαλώσω και να γίνω και γω καλόγηρος! Σε παρακαλώ»! Και κείνος συμφώνησε μπροστά στα παρακαλητά και για να μη του χαλάσει το χατίρι, αλλά και για κάτι άλλο• ν’ αξιωθεί να κάνει ο μαθητής του ό,τι δεν μπόρεσε ο ίδιος. Έτσι του ‘πε! Και τι να μη μπόρεσε άραγε; Αυτός περπάτησε αποστολικά όλη την Ελλάδα, έγινε σοφός, ασκητής, απόστολος, προφήτης, δίδαξε όλες τις γενιές των Ρωμιών ως διδάσκαλος, αξιώθηκε το μαρτύριο, τι δεν έκαμε πια; Κι όμως, στο μαθητή του είπε να κάνει ό,τι δεν μπόρεσε αυτός…

Η βροχή δε σταμάταγε. Ήταν απ' τις αιτωλικές χειμωνιάτικες βροχές που βάνουν σκοπό να θαλασσώσουν όλη τη γη και τότε να πάψουν. Άστραφτε κιόλας κι ο μικρός μαθητής φοβόνταν.

-Μη φοβάσαι, Κώστα! Δες τις χειρότερες λάσπες και φοβήσου αυτές, κείνες όπου κυλιέται το γένος μας, που έπεσεν εις αμάθειαν και γίναμε ωσάν τα γουρουνόπουλα.

Αυτές τις βροχές του έλεγε να φοβάται κι έπειτα να φτάσει σ’ άλλου είδους φόβο, αυτόν από την αγάπη, να φοβάται τον Θεόν και τους αδερφούς του από αγάπη, όπου αν τύχει και το αίμα του να δώσει δια τον Θεόν και δια τους αδερφούς του.

-Κι εγώ, δασκαλε, τι να κάνω για να μην είμαι ωσάν το γουρουνόπουλο από την αμάθειαν και θέλω πάω και εις την κόλασιν να καίομαι πάντοτε;

Αυτήν την ερώτηση όμως την άκουσε κι ο Αρσένης, μαθητής σε μεγαλύτερη τάξη, που έρχονταν κι αυτός κοντά στο δάσκαλο τρέχοντας μόλις τον είδε να μιλάει -α! έτσι έκανε πάντα, δεν έχανε ευκαιρία να είναι κοντά του- και τον τράβηξε απότομα παραπέρα.

-Κώστα, του είπε ρίχνοντάς του ένα αγριεμένο βλέμμα, τι είναι αυτά που λες στο Γέροντα; Αυτά μας τα έχει πει σ’ εμάς τους μεγαλύτερους και τα ξέρω, θα στα πω εγώ, ας’τον τώρα να μας πει τίποτα άλλο, να μάθουμε. Είναι ευκαιρία που τον έχουμε εδώ πριν φύγει για άλλο χωριό. Μην είσαι ανόητος!

~

Ο Κοσμάς με μια ομπρέλα στα χέρια, περπατάει το λασπωμένο δρόμο για την Παναγούδα. Κι αυτή η βροχή κι ο αέρας να μη σταματάνε, να ξεθυμώσει η θάλασσα να αφήσει τους πιστούς να πάνε στ’ Αγιονόρι δίχως φουρτούνες και ζάλες!

-Ευλόγησον, πάτερ Παΐσιε!

-Εσύ, παπά μου, ευλόγησέ με! Εσύ είσαι ιερεύς!

Έσκυψαν κι οι δυο, ώσπου πέρασε λίγη ώρα και σηκώθηκαν. Δεν ευλόγησε ο ένας τον άλλον, μον’ τους ευλόγησε με τα δυο του τα χέρια ο Θεός, όπως τους έβλεπε σκυμμένους να περιμένουν ευλογία.

-Σε κουράζω, Γέροντα, το ξέρω, μα οι υποσχέσεις πρέπει να τηρούνται!

-Βρε, ποιες υποσχέσεις; Τίποτα δεν θα έκανα εγώ, αν δεν είχα την εντολή του δασκάλου μας: «Πρόσεξε τον Κώστα! Ο Κώστας είναι συμπατριώτης μου, είναι Αιτωλός κι αυτός, τα μάτια σου δεκατέσσερα! Ο,τ’ είπα σε σένα να τα μάθεις όλα σ’ αυτόν! Μην κρύψεις τίποτα. Κι ανίσως και κρύψεις κάτι, ούτε συ θα δεις προκοπή».

Και να ‘ξερες πότε μου το πε αυτό! Όταν είχε γυρίσει κατάκοπος από τη δεύτερη περιοδεία του. Εγώ ήμουνα στο Στόμιο τότε. Ήρθε εκεί, μετά το κήρυγμα στη Ζίτσα. Τα πόδια του τα αποστολικά, τα ευαγγελιζόμενα την ειρήνη, γεμάτα κάλλους ήταν, κουρασμένα, ταλαιπωρημένα, ασταμάτητα, έχοντας περπατήσει μέχρι τότε χιλιάδες χιλιόμετρα, το μέτωπο του μούσκεμα στον ιδρώτα, τα χέρια του αποτυπωμένα στο σκαμνί που κουβάλαγαν. Οι καμιά σαρανταριά παπάδες που τον ακολουθούσαν έκατσαν στο αρχονταρίκι και πήραν από ένα λουκούμι να φάνε, αυτός όχι. Είχε την έγνοια σου, Κοσμά! Κι απάνω στην κούραση που έβλεπα να ‘χει, μπας και τον πείσω να κάτσει να ξεκουραστεί κι αυτός λίγο, του είπα: «Ναι, Δάσκαλε, ναι, μη στενοχωρείσαι, θα του τα πω όλα, αλήθεια σου λέω, όλα, πάρε τώρα και συ ένα λουκούμι να φας, έλα να κάτσεις μέσα»!

Κώστας παιδί μου έχει να κάμει ότι δεν έκαμα εγώ… Πρόσεξε τον Κώστα… Τον Κώστα…

~

Πολλές φορές διάβηκε το μονοπάτι της Παναγούδας ο παπαΚοσμάς. Τώρα όμως δεν πήγαινε κουρασμένος και ζαλισμένος απ’ το καράβι που το κουνούσε πρώτα η παλιοκαιρία.

Επιτέλους η θάλασσα ήταν γαλήνια, το καραβάκι δεν το κούναγαν οι αέρηδες και δεν το ‘δερναν οι βροχές.

-Ευλόγησον, πάτερ Παΐσιε!

-Εσύ, Δεσπότη μου, ευλόγησέ με! Εσύ είσαι Αρχιερεύς!

Ο επίσκοπος της Αιτωλίας Κοσμάς τον ευλόγησε. Τώρα ναι, τον ευλόγησε, ήταν αρχιερεύς τώρα και δέχτηκε να τον ευλογήσει. Τον ευλόγησε ως αντίδωρο για την αρχιεροσύνη που του χάρισε εκείνος, όταν τον δίδασκε με τις ώρες, για να μπορέσει τώρα η Εκκλησία να τον κάμει επίσκοπο. Ισαπόστολος ήταν κι ο Παΐσιος, έλεγε ο Αρχιερεύς συνέχεια, μόνον που τα πόδια του ήταν αδύναμα απ’ τις μετάνοιες και τις αγρύπνιες κι έπρεπε να μένουν στο κελί, δεν μπορούσαν να τρέξουν κάστρα και χώρες και χωριά για να κηρύττουν. Έτρεχαν ως εκεί τα πόδια των κουρασμένων ακροατών του, πουταν ξεκούραστα.

-Χειροτόνησε, Δέσποτα, ιερείς άξιους. Να τους λες πρώτα: ‘Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ ἔχεις νὰ γίνης παπάς, δεκαοκτὼ χρονῶν πρέπει νὰ γίνης ἀναγνώστης, εἴκοσι ὑποδιάκονος, εἰκοσιπέντε ἱεροδιάκονος καὶ τριάντα ἱερεύς. Καὶ νὰ μανθάνης ἑλληνικὰ γράμματα, νὰ ἠξεύρης νὰ ἐξηγῆς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· νὰ τὸ κλείης καὶ ἔπειτα νὰ τὸ ἐξηγῆς εἰς τοὺς χριστιανοὺς, καὶ τότε νὰ γίνεσαι, ἀδελφέ μου, παπάς· εἰ δὲ καὶ γίνεσαι παπὰς δι᾿ ἀνάπαυσιν ἢ γίνεσαι διὰ δόξαν ἢ γίνεσαι παρανόμως, σοῦ κόβει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν παράκαιρα καὶ πηγαίνει ἡ ψυχή σου εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Καὶ νὰ σὲ παρακαλέσουν, ἀδελφέ μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ γίνης παπάς, χωρὶς ἄσπρα, τότε εἶσαι μακάριος καὶ τρισμακάριος, τότε εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους». Και μοναχούς άξιους να κάνεις, λέγοντάς τους «ὡσὰν θέλης νὰ φυλάξῃς τὴν παρθενίαν, πρέπει πρῶτον θεμέλιον νὰ βάλῃς τὴν ἀκτημοσύνην καὶ νὰ μὴν ἔχῃς σακκούλαν, νὰ μὴν ἔχῃς κασέλα καὶ νὰ τηγανίζῃς τὸ σῶμα σου καθὼς τηγανίζεις τὸ ψάρι μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, μὲ κακοπάθειες, διὰ νὰ νεκρώνης, νὰ ταπεινώνης τὴν σάρκα, ὁποὺ εἶνε ἕνας λύκος, ἕνα γουρούνι, ἕνα θηρίον, ἕνα λεοντάρι. Καὶ νὰ φεύγης τὸν κόσμον, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα». Γιατί μου έλεγε συνέχεια ο Δάσκαλος: «Ἤθελα, Παΐσιε, νὰ εἶμαι πάντοτε μαζὶ σας, νὰ σᾶς λέγω πότε τὸ ἕνα, πότε τὸ ἄλλο· μὰ τί νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ εἶνε χιλιάδες χῶρες, ὁποὺ δὲν ἤκουσαν λόγον Θεοῦ ποτὲ καὶ μὲ περιμένουν. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, ἅγιοι ἱερεῖς, καὶ σᾶς παραγγέλλω νὰ φροντίσητε διὰ τοὺς κοσμικοὺς πῶς νὰ σωθῶσι καὶ ἐκεῖνοι καὶ σεῖς». Και να ‘σαι άξιος προεστώς της Εκκλησίας, Κοσμά. Αυτά να κάμεις, αυτά δεν μπόρεσε να κάνει ο Δάσκαλός μας, ό,τι είναι έργο Επισκόπου. Κι έγινες εσύ Επίσκοπος της Αιτωλίας!

-Αφού με παρακάλαγαν, Παΐσιε, οι Αιτωλοί, κι έκλεγαν στις προσευχές τους και μου έλεγαν «την Αιτωλία μην την ξεχνάς, Άγιε, βοήθησε την, εγγόνια σου είμαστε, οι παππούδες μας σε γέννησαν, το ίδιο αίμα έχουμε, μήπως και σε σένα αίμα αιτωλικό δεν κυλάει; Τι; Θα τ’ απαρνηθείς έτσι απλά τώρα; Βοήθα μας λοιπόν, βοήθα μας». Και της έστειλα τον Κοσμά, Παΐσιε, ως Δεσπότη, να οργανώσει την εκκλησία, να κερδίσει τους αδελφούς του, να την φτιάξει από τις ρίζες της και να φωτίσει ως Επίσκοπος και το υπόλοιπο σώμα, που δεν μπορούσε η ελαχιστότητά μου να είναι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: