Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

η Μεγάλη Εβδομάδα του ψάλτη

του Φώτη Τσαρούχη

Από μικρός του άρεσε να πιάνει τους κώδικες του παππού του και να τους διαβάζει. Όχι να τους διαβάζει, μάλλον, αλλά να μιμείται με κάθε λεπτομέρεια τον παππού του. Φορούσε εκείνα τα μεγάλα παλιά γυαλιά της γιαγιάς χωρίς το τζάμι που του έδωσε ειδικά γι αυτό το παιχνίδι, έπιανε το μέτωπο, σούφρωνε τα φρύδια κι έκανε κι αυτός πως διαβάζει. Που και που μουρμούριζε αυτά που διάβαζε και στο τέλος με στόμφο και ανασκουμπωμένος ελαφρά στο καρεκλάκι, τα έψελνε. Κράταγε ώρα αυτό το παιχνίδι. Και δεν τολμούσε και κανένας να τον διακόψει συζητώντας. «Μιλάμε ποτέ στον ψάλτη όταν διαβάζει μουσική;», έλεγε θυμωμένα σ όποιον τον διέκοπτε. «Στον παππού μιλάει κανένας»; Κι έτσι όλοι περίμεναν να τελειώσει πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν.

Ο παππούς του κάθοταν παρέκει και τον καμάρωνε κρυφά. Καμάρωνε που πήρε το χάρισμα της μουσικής απ’ αυτόν, καυχιόταν ότι θα τον αφήσει ψάλτη στο πόδι του να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας. «Αυτός θα γίνει καλύτερος από μένα, καθίστε και θα δείτε», έλεγε και ματάλεγε παντού.

Όταν μεγάλωσε λίγο και προχώρησε στις τάξεις του Δημοτικού, ο παππούς τον πήρε για το πρώτο μάθημα. Την περίμενε και πως την περίμενε αυτή τη στιγμή παππούς και εγγονός.

-  Παππού, πότε θα μάθω τη μουσική για να γίνω κι εγώ ψάλτης; Αργεί πολύ; Τον ρώτησε πριν ξεκινήσουν το μάθημα.

-  Σύντομα, παιδί μου, δεν αργεί καθόλου. Να, την Ανάσταση θα γίνεις!

-  Δηλαδή, παππού, το Πάσχα θα είμαι κι εγώ ψάλτης σαν κι εσένα; Αλήθεια λες, παππού;

-  Ναι, παιδί μου. Στο υπόσχομαι. Κάνε υπομονή μόνον να περάσει η Μεγάλη Εβδομάδα.

Και ξεκίναγαν το μάθημα. Του μάθαινε τα σημαδόφωνα, τους ήχους, τις θέσεις, του μάθαινε πως να χρησιμοποιεί τη φωνή του κι άλλα πολλά λέγαν όλο το απόγιομα που κρατούσε το μάθημα. Και δεν θα τελείωνε ποτέ, αν δεν έπρεπε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει να πάει σχολείο το πρωί. Όταν γυρνούσε το μεσημέρι έτρωγε βιαστικά και ξεκινούσε από νωρίς το μάθημα. Ο παππούς είχε ήδη τους κώδικες ανοιχτούς και τον περίμενε στη τραπεζαρία.

Κάθε φορά, σε κάθε μάθημα κι ο ίδιος διάλογος. Κι αφού τον καθησύχαζε ότι μετά τη Μεγάλη Εβδομάδα θα γίνει ψάλτης και του το υπόσχονταν, άρχιζαν το μάθημα. Πέρασαν όμως πολλές Μεγάλες Εβδομάδες και πολλά Πάσχα μαζί τους. Το Δημοτικό Σχολείο το τελείωσε, τα χρόνια περνούσαν γοργά, ο παππούς όμως δεν έλεγε να του πει ούτε κι ετούτο το Πάσχα «αυτήν την Ανάσταση είναι που θα γίνεις ψάλτης». Κι όμως, μεγάλωσε, έγινε άντρας, ανέλαβε και το αναλόγιο του παππού του, που ‘χε γεράσει πλέον και δεν μπορούσε, αλλά ακόμα να του πει, κατά την υπόσχεση, «απ’ αυτήν την Ανάσταση είσαι Ψάλτης». Είχε μεγάλη σημασία γι αυτόν να το ακούσει απ’ τον παππού του. Θα ‘ταν σαν να τον έχριε η ίδια η μουσική ψάλτη, πως να το πω! Κι όσο να του το πει αισθάνονταν μικρός μπροστά της. Σαν να κουβαλάει το σταυρό της ζωής του και να παρακαλάει συνεχώς τη μουσική να τον κάνει ψάλτη για να τον απιθώνει και στους ώμους της έστω για λίγο, όσο κρατάει η ανάσα μιας πεταστής.

Σιγά σιγά απόκτησε κι ο ίδιος μαθητές. Ο παππούς πέρασε πια τα ενενήντα.

Δυσκολεύοταν και να περπατήσει. Με βια έρχονταν, σέρνοντας τα πόδια του, κάτω απ’ το αναλόγιο κάθε Κυριακή πρωί πριν τον Όρθρο, του έσφιγγε το χέρι και του έλεγε, «υπομονή, παιδί μου. Αυτήν την Ανάσταση θα γίνεις ψάλτης. Στο υπόσχομαι»! Και συνέχισε να του το λέει ακόμα κι όταν έρχονταν στο ναό με το αναπηρικό καροτσάκι, αφού τα βαθιά γηρατειά τον είχαν καταβάλει πολύ. Πρώτα θα τον πήγαιναν στο ψαλτήρι, ο εγγονός θα κατέβαινε απ’ το στασίδι, θα τον φιλούσε στο μάγουλο και στο δεξί χέρι κι αυτός θα του έλεγε τις ίδιες κι απαράλαχτες λέξεις. Και μετά την υπόσχεση, θα έπιανε τη γωνιά του, από ‘κει που έβλεπε το ψαλτήρι και τον εγγονό του μες απ’ τη χαραμάδα της κολώνας, χωρίς να τον βλέπει εκείνος. Πέταγε στα ουράνια όταν τον άκουγε! Δόξαζε το Θεό που του χάρισε τέτοια δώρα στα στερνά του, να ακούει τον εγγονό του και να ευφραίνεται και τον έπιαναν τα κλάμματα. Ίσως και γι αυτό να μην ήθελε να φαίνεται από κανέναν. Έκλαιγε ο παππούς κι οι γεροντικές ρυτίδες γίνονταν αυλάκια ξεχειλισμένα για τα δάκρυα. Με το κλάμμα του και τους πνιχτούς λυγμούς του εκπλήρωνε ίσως και μιαν άλλη υπόσχεση στον εγγονό του: ότι θα του βαστά το ίσο αυτός όταν γίνει ψάλτης. Όμως, έγινε ψάλτης; Γιατί δεν του το λέει επιτέλους; Τι περιμένει και τον κρατά σ’ αυτήν την αναμονή από παιδί;

Ο παππούς πέθανε. Το έμαθε ενώ ήταν στο σχολείο κι έκανε μάθημα μουσικής στους μαθητές του. Ταράχτηκε μέσα του. Ξέσπασε σε κλάμματα βουβά κι άβρεχτα. Δεν κατάλαβε αν στενοχωρήθηκε περισσότερο που έφυγε από κοντά του ή αν έφυγε χωρίς να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Τον έπιασε το παράπονο! «Γιατί, βρε παππού, μου είπες ψέματα; Γιατί δεν κατάλαβες ποτέ πόσο σημασία είχε για μένα αυτή η υπόσχεση; Γιατί μου την έλεγες και μου την ξανάλεγες από τότε που ήμουνα παιδί, αφού δεν είχες σκοπό να την εκπληρώσεις; Δεν ξέρεις τάχα ότι στα παιδιά ό,τι τάζεις, πρέπει να το δίνεις»;

Η κηδεία θα γίνοταν το μεσημέρι της άλλης μέρας. Ως τότε προλάβαινε να πάει στο χωριό, να πάρει τον κώδικα του παππού του και να ψάλλει από ‘κει το νεκρώσιμο τρισάγιο σε πλάγιο δεύτερο απ’ τον Μπαλάσιο. Απ’ το ίδιο βιβλίο που του το μάθαινε και παλιά. Έτσι, να του κλείσει τα μάτια ψέλνοντας κάτι από κει που άρχισε, απ’ την παλιά Παπαδική του παππού του.

Πήρε τον κώδικα και τον άνοιξε αμέσως στο τρισάγιο, να του ρίξει μια ματιά, να θυμηθεί πάλι τις εποχές εκείνες, τις παιδικές. Η συγκεκριμένη σελίδα ήταν διπλωμένη και ένα κομμάτι χαρτιού προεξείχε. Το ξεδίπλωσε• «θα γίνεις ψάλτης, παιδί μου, δεν ξέχασα το λόγο μου. Συνέχισε να παρακαλάς τη μουσική να σε κάνει ψάλτη μέρα και νύχτα και στο υπόσχομαι, είσαι ψάλτης»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: