Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

η θέση της γυναίκας στη θεία λατρεία

 Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν-Δρος Θεολογίας
 
Ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, ὁ Χριστιανισμὸς ἀνύψωσε τὴν γυναίκα καὶ ἐξίσωσε τὰ δύο φύλα. Ὀντολογικά, θεολογικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ γκρεμίσθηκε ὁ μεσότοιχος ποὺ χώριζε τὰ δύο φύλα: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. 3, 28), διατρανώνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Καὶ τοῦτο γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται ὡς φύλο, ἀλλὰ ὡς πρόσωπο.

Μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὁ ἄνδρας κινεῖται ὡς κεφαλή, ὅπως χαρακτηρίζεται καὶ στὴν Ἁγία Γραφή (Α´ Κορ. 11, 3), ἐνῶ ἡ γυναίκα λειτουργεῖ ὡς καρδία. Ὁ Ὅσιος Μάξιμος τὸ προσδιορίζει μὲ σαφήνεια: «Ἀνήρ ἐστιν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας ἐπιμελούμενος νοῦς [...] γυνὴ δὲ τοῦ τοιούτου νοός ἐστιν ἡ σύνοικος αἴσθησις» (Πρὸς Θαλάσσιον, 25, PG 90, 332A). Ὁ ἐγκέφαλος διαθέτει τὴν λογική, τὴν κρίση, τὴν σκέψη. Ἡ καρδία διαθέτει τὸ συναίσθημα, τὴν ἀγάπη, τὸ μυστήριο. Ἂν ποτὲ ἤθελε ὁ ἐγκέφαλος –στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό– νὰ γίνη κι αὐτὸς καρδία ἢ ἡ καρδία νὰ γίνη καὶ αὐτὴ ἐγκέφαλος, τὸ ἀποτέλεσμα θὰ ἦταν νὰ μεταβληθῆ ὁ ὀργανισμὸς αὐτὸς σὲ ἕνα τέρας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πιστεύουμε ἀκραδάντως ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ γυναίκα – καρδία ἠθέλησε παντοιοτρόπως νὰ γίνη κι αὐτὴ ἐγκέφαλος – ἄνδρας, ἄρχισε νὰ διαταράσσεται ὁ ὀργανισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ τερατῶδες μόρφωμα μὲ τὰ ἀλλοπρόσαλλα ἀποτελέσματα ποὺ ὅλοι γευόμαστε.
Ἔφθασε στὸ σημεῖο ἡ γυναίκα νὰ ἐπιζητῆ νὰ ἱερωθῆ, νὰ εἰσέρχεται στὸ Πανάγιο Θυσιαστήριο, νὰ ἀνέρχεται στὸ ἀναλόγιο τοῦ Ἱεροψάλτου, νὰ λαμβάνη τὴν θέση τοῦ Ἐπιτρόπου στὰ Ἐνοριακὰ Ἐκκλησιαστικὰ Συμβούλια.
Στὶς ἀρχές, βεβαίως, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ γυναῖκες ἐλάμβαναν μέρος σὲ διακονήματα ἐκκλησιαστικά, ὅμως μετέπειτα ἐξέλιπε κι αὐτὴ ἡ διακονία τους.
Ἄλλωστε ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔχει ἀποφανθῆ: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γὰρ ἐπιτρέπεται αὐταῖς λαλεῖν [...] αἰσχρὸν γάρ ἐστι γυναιξὶν ἐν ἐκκλησίαις λαλεῖν» (Α´ Κορ. 14, 34-36). Ἂς τὸ ἀκούουν αὐτὸ οἱ Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτρέπουν στοὺς ἱεροψάλτες νὰ ἀναβιβάζουν γυναῖκες στὸ ἀναλόγιο καὶ νὰ συμψάλλουν μετ᾽ αὐτῶν.
 Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπεξηγεῖ ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται στὴν γυναίκα νὰ προκάθεται καὶ νὰ ἄρχη τῶν ἀνδρῶν. Ἂν θέλη νὰ παραινέση καὶ νὰ καθοδηγήση κάποιον -ὅπως ἔχομε πολλὰ τέτοια παραδείγματα στὴν Ἁγία Γραφή – αὐτὸ νὰ γίνεται ἰδιωτικῶς, «ἐν τῇ οἰκίᾳ», καὶ ὄχι δημοσίᾳ «ἐν ἐκκλησίαις»: «Ἀνδράσι μὲν γὰρ ἐπιτέτραπται διδάσκειν ἄνωθεν καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας· γυναιξὶ δὲ τὸν μὲν παραινετικὸν ἐπιτρέπει λόγον ἐπ᾽ οἰκίας, οὐδαμοῦ δὲ προκαθῆσθαι συγχωρεῖ, οὐδὲ μακρὸν ἀποτείνειν λόγον ἀφίησι» (PG 62, 683).
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ ψάλλειν, ὡς γνωστόν, ἐπέχει τὴν θέση τοῦ ἐκπροσωπεῖν τὸν λαό. Ὁ ἱεροψάλτης ἀπαντᾶ στὸν Λειτουργὸ - Ἱερέα ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, τὰ δὲ ψαλλόμενα, συνιστοῦν, σύμφωνα μὲ ἔγκριτους μελετητές, διδασκαλία καὶ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Ὁ καθηγητὴς Ἀθ. Βουρλῆς γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἱερὰ ψαλμωδία οὖσα θεῖος λόγος ἐξ Ἀποκαλύψεως Πνεύματος Ἁγίου [...] εἶναι οὐ μόνον Πνευματοδώρητος ἀλλὰ καὶ Πνευματοκίνητος ‘διδαχὴ’ καὶ ‘γλώσσα’ τῆς θεολογίας, ‘ἑρμηνεία’ καὶ ‘κήρυγμα’ τῆς ἀληθοῦς πίστεως, δοξαστικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ κραυγὴ τῆς λατρευτικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Δογματοηθικαὶ ὄψεις τῆς Ὀρθοδόξου ψαλμωδίας, 1994, σ. 265).
Ἄρα, ἐφόσον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξαγγέλει ὅτι ἡ γυναίκα «ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾽ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (Α´ Τιμ. 2, 11), πῶς ἐπιζητεῖ ἡ γυναίκα νὰ λάβη τέτοια θέση μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, παρακούοντας τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ φέροντας θανάσιμη ἀταξία τὴν ὑψίστη ὥρα τῆς Θείας Λατρείας;
Ὁ 70ος κανόνας τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἑρμηνεύοντας τὰ σχετικὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, διαλαμβάνει τὰ ἑξῆς: «Μὴ ἐξέστω ταῖς γυναιξὶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς θείας λειτουργίας λαλεῖν· ἀλλὰ κατὰ τὴν φωνὴν Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, σιγάτωσαν· οὐ γὰρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ᾽ ὑποτάττεσθαι, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει· εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα Κανόνων 2, σσ. 467-468). Πόσο μᾶλλον νὰ κηρύττουν ἢ νὰ ψάλουν στὸν Ναό. Ὁ Νικόδημος Μίλας ὑπογραμμίζει: «Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὸ δικαίωμα ταῖς γυναιξίν, ἵνα αὗται φροντίζωσιν περὶ τῶν ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶλλον ὀφείλουσιν αὗται κατὰ τὰ παραγγέλματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νὰ σιγῶσιν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ νὰ ὑποτάσσωνται, οὐδαμῶς δικαιούμεναι ἐκτελεῖν ἐσωτερικὰς ἐκκλησιαστικὰς διακονίας (Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, 1906, σ. 363).
Ὁ Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἀνωτέρω κανόνα, ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν προφανῶς τὸν Σοφοκλῆ, ὁ ὁποῖος λέγει πὼς «γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει» (Aἴας, 293) ἐπισημειώνει ὅτι «καὶ τοῖς θύραθεν ἁρμόδιον ἔδοξε» ἡ σιωπὴ τῆς γυναίκας. Τὴν ἴδια ἄποψη βρίσκομε καὶ στὸν Λιβάνιο: «ὦ γύναι, πρέπει σιγᾶν, ὥς γε καὶ τῶν τεττίγων ὁ μὲν ἄρρην ᾄδει» (Ὁμ. 26, Foerster, Leipzig: Teubner 1997, 26,1,41,3). Στὴν προκειμένη περίπτωση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν ἡ παντὸς εἴδους παρέμβαση, «οὐ μόνον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς λειτουργίας, ἀλλ᾽ ἐπὶ πάσης συνελεύσεως τῶν πιστῶν», ἀπαγορεύεται ὡς ἀνοίκειος.
Συνακολούθως, ὁ 44ος κανόνας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου διακελεύει: «Ὅτι οὐ δεῖ γυναῖκας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ εἰσέρχεσθαι» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα κανόνων 3, σ. 212). Ὁ κανονολόγος Ἀριστηνὸς ἀποφαίνεται: «Γυναιξὶ τὸ ἱλαστήριον ἄβατον» (ὅπ.π., σ. 212).
Ἴσως κάποιος ἀντείπει ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρονται πολλὲς περιπτώσεις προφητίδων γυναικῶν (βλ. Δεβώρα, Ὀλδά, Ἄννα μητέρα Σαμουήλ, θυγατέρες Ἀπ. Φιλίππου, κ.ἄλ.) καὶ ἄρα ἡ διδασκαλία συναποτελοῦσε καὶ χάρισμα τῶν γυναικῶν. Στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ ἀπαντοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων: «Προεφήτευον αἱ θυγατέρες Φιλίππου, ἀλλ᾽οὐκ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἔλεγον... οὐκ ἂν εὕροις ὅτι Δεββῶρα ἐδημηγόρησεν εἰς τὸν λαόν, ὥσπερ Ἰερεμίας καὶ Ἡσαΐας· οὐκ ἂν εὕροις ὅτι Ὀλδὰ προφῆτις οὖσα ἐλάλησε τῷ λαῷ [...] ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀναγέγραπται Ἄννα προφῆτις [...] ἀλλ᾽οὐκ ἐν ἐκκλησίᾳ ἐλάλησεν [...] μὴ γυναῖκα ἡγεμόνα γίνεσθαι τῷ λόγῳ τοῦ ἀνδρὸς [...] οὐχ ἵνα ἄνδρες καθήμενοι ἀκούωσι γυναικῶν, ὡς ἐκλειπόντων ἀνδρῶν τῶν δυναμένων πρεσβεύειν τὸν τοῦ Θεοῦ λόγον» (Catenae in Sancti Pauli epistolas ad Corinthios, Cramer 1967, σ. 279, PG 60, 315).
Ἐπιπροσθέτως, ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε καὶ τοῦτο: Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐκεῖ ὅπου παρέδωσε τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δὲν κάλεσε τὶς Μαθήτριες, οἱ ὁποῖες Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν διακονοῦσαν, ἀλλ᾽οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν Μητέρα Του (Πρβλ. Μάρκ. 14, 17. Λουκ. 22, 14). Μετὰ δὲ τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα, τὴν θέση τοῦ πεπτωκότος μαθητοῦ δὲν τὴν κάλυψε ἡ Παναγία μας ἢ κάποια ἀπὸ τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ ὁ Ματθίας. (Πράξ. 1, 23-26). Ἀκόμη, ὅταν ἐπέστη ἡ ἀνάγκη ἐκλογῆς διακόνων γιὰ τὴν ὑπηρεσία τῆς ἑτοιμασίας τῶν τραπεζῶν, ἐπελέγησαν καὶ γιὰ τὴν διακονία αὐτή ἄνδρες –οἱ ἑπτὰ Διάκονοι– καὶ ὄχι γυναῖκες (Πράξ. 6, 2-7).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταδεικνύεται ὅτι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν ἔδωσε ποτὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς διακονίας τοῦ λόγου, μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ἡ ψαλμωδία ἐν ὥρᾳ Λατρείας, στὴν γυναίκα. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὄχι γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μας ὑποτιμᾶ τὸ γυναικεῖο φύλο ἢ γιατὶ εἶναι ὑπὲρ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας, ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο ὅτι σέβεται τὴν πιστότητα στὴν ἀλήθεια τὴν Ἁγιοπατερικὴ καὶ τὴν ὀντολογικὴ φύση.
Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλοι καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ γυναίκα ὅτι τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ταυτισμένο μὲ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός. Γιὰ νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος στὸν χῶρο τῆς ἀληθείας, εἶναι ἀνάγκη νὰ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὸ Πανάγιο θέλημά Του.

Τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1, 38) εἶναι ἡ ὁδὸς πορεύσεως τῆς γυναίκας καὶ γενικώτερα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν σωτηρία του.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

πνευματικό μνημόσυνο Θρασυβούλου Στανίτσα

Ως γνωστόν κάθε Σάββατο μεσημέρι 13:00-14:00 και σε επανάληψη το πρωί της Κυριακής 06:00-07:00 μεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό της ιεράς μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας η εκπομπή του συλλόγου μας.
Το περασμένο Σ/Κ επιμεληθήκαμε ένα αφιέρωμα στον αείμνηστο άρχοντα πρωτοψάλτη Θρασύβουλο Στανίτσα. Επειδή ακούσαμε θετικότατα σχόλια από πολλούς ιεροψάλτες και μουσικούς, αναρτούμε εδώ την πηγή (το βίντεο) απ' όπου λάβαμε τις σχετικές ομιλίες και ψάλματα. Πρόκειται για εκδήλωση που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2017 στην Κωνσταντινούπολη.


Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

η θέωση του ανθρώπου δια της βυζαντινής μουσικής και η μουσική της φιλαυτίας

Νεόφυτος μοναχός Γρηγοριάτης
θέωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καί μουσική τῆς φιλαυτίας[1]
Α΄ Μέρος
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό δύο παράγοντες : Ἀπό τόν θεῖο καί τόν ἀνθρώπινο. Θεός μᾶς ἀνοίγεται ἀγαπητικά καί ἐλεύθερα καί μᾶς καλεῖ νά ἀνοιχθοῦμε κι ἐμεῖς σ' Αὐτόν

Θεός προσφέρεται μόνιμα, διότι γνωρίζει πώς σωτηρία μας χρειάζεται ἀγώνα καθημερινό καί συνεχῆ καί πώς ἔχουμε ἀνάγκη τῆς βοηθείας Του ἀνά πᾶσαν στιγμήν. Τοῦ Θεοῦ τό ἄνοιγμα δέν κλείνει ποτέ. ἄκτιστος θεία χάρις  κατεβαίνει «ὡς δρόσος Ἀερμών ἐπί τά ὄρη Σιών». Τό ἄνοιγμα, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό δέν εἶναι μόνιμα φιλότιμο καί σταθερό. Ἄλλοτε ὑπάρχει καί ἄλλοτε ἐξαφανίζεται. Καμμιά φορά φαίνεται πώς ἐξαφανίζεται ὁριστικά. Τότε σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπειλεῖται ἄμεσα. Τό θεῖο δέν ἐπικοινωνεῖ μέ τό ἀνθρώπινο καί κάθε ἐλπίδα σωτηρίας λιγοστεύει.
Ἀλλ' ὅταν κανείς ἀγωνίζεται νά ἀφήνει τήν ἄκτιστο χάρι τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργεῖ μέσα του τά ἔργα ἁγιότητος, πού μόνον Αὐτή γνωρίζει, τότε παραμένει ἀνοιχτός στόν Θεό, πρός περαιτέρω ἐπεξεργασίαν. Αὐτό, βέβαια, συμβαίνει στούς ἀπαθεῖς, στούς ἁγίους. Οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, λαϊκοί καί μοναχοί, προσπαθοῦν νά ἀφήσουν παράθυρα ἀνοιχτά στήν ψυχή καί στό σῶμα τους, γιά νά μπεῖ μέσα ἄκτιστη θεία χάρις.
Τέτοιοι ἀγωνιζόμενοι μοναχοί εἶναι καί οἱ ἁγιορεῖτες ψάλτες. Ἁπλοί καί ἀνεπιτήδευτοι, μέ καρδιά παιδική καί γεροντική φρόνηση, μοναχοί μαυροντυμένοι, ἀφήνουν παράθυρα, πολλά παράθυρα, ἀνοιχτά γιά νά μπεῖ ἄκτιστος θεία χάρις μέσα στήν ψυχή καί στό σῶμα τους, ἀνοίγονται ἀγαπητικά καί ἐλεύθερα κατά τήν καλή τους προαίρεση στόν Τριαδικό Θεό καί στήν Κυρία Θεοτόκο. Ὅταν ψάλλουν, ἔχουν συμμετρία, ἁρμονία, τάξη. Σάν παιδιά ἀλλάζουν στασίδια στούς χορούς, δίδοντας ἕνας στόν ἄλλον τήν πρωτοκαθεδρία τῆς ψαλμωδίας. ἕνας δέχεται τόν ἄλλο, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, ὄχι ὅπως ἤθελε αὐτός νά εἶναι. ἕνας συμψάλλει καί συγχρόνως συμβουλεύεται τόν ἄλλο, ἐνῶ ὅλοι μαζί ἀποτελοῦν ἕνα ἁρμονικό σύνολο. Δέν ὑπάρχουν καθηγητές καί μαθητές. καθένας δέχεται, χωρίς σκάνδαλα καί παρεξηγήσεις, τίς παρατηρήσεις τῶν ἄλλων. Οἱ παρεμβάσεις, οἱ εἰσηγήσεις, ἔχουν τήν ὀργανική τους θέση, ὡς συμβολή στήν καλύτερη ἀπόδοση τοῦ μουσικοῦ κειμένου.
Δέν πηγαίνουν στά πανηγύρια τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί Σκήτεων οἱ Ἁγιορεῖτες ψάλτες, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, οὔτε γιά νά προβληθοῦν. Δέν πηγαίνουν, γιά νά ἐπιδείξουν τίς φωνητικές τους ἱκανότητες τήν μουσική τους κατάρτιση. Ψάλλουν ταπεινά, μέ τήν ἁγιορείτικη αἴσθηση τῆς χαρμολύπης, πού φαίνεται στούς ἀμύητους παράδοξο. Ψάλλουν θρηνητικά καί συγχρόνως χαρούμενα. Ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού ἔκλαιγαν γιά τίς ἁμαρτίες τους καί συγχρόνως χαιρόντουσαν, διότι Ἀναστάς Κύριος τούς ἐλεεῖ πλουσιοπαρόχως.
Αὐτή μυστική ἕνωση χαρᾶς καί λύπης εἶναι χάρισμα τοῦ Παναγίου Πνεύματος σέ ὅσους ἐθέλησαν νά γίνουν μοναχοί καί γενικά σέ ὅσους θέλουν νά γίνουν στό μέλλον. Δέν σημαίνει ὅτι τό χάρισμα αὐτό δέν μποροῦν νά τό λάβουν καί οἱ λαϊκοί χριστιανοί. Οἱ μοναχοί, ὅμως, λόγῳ ὑπερβολικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί τῆς συχνῆς συμμετοχῆς στά Θεῖα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπέκτησαν τήν σταυρωμένη χαρά τῆς Ἀναστάσεως, τήν χαρμολύπη, περισσότερο καί βαθύτερα.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ψάλτες ψάλλουν καί ἀποδίδουν ἐκεῖνο, πού ζοῦν. Ἡ ζωή τους ἐκφράζεται μέ τή μουσική τους. Δέν εἶναι ἐπαγγελματίες. Λειτουργοῦν, ζῶντας τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Θεολογοῦν μουσικά καί ψάλλουν θεολογικά. Ὅ,τι παραλαμβάνουν, αὐτό καί μεταδίδουν. Χωρίς κοσμικό φρόνημα καί πάθη. Εἶναι κατά κάποιον τρόπο μουσικοί ἑρμηνευτές τῆς θεολογίας τῆς Μεταμορφώσεως. Τονίζουν καθαρά πώς τό χάρισμα τῆς φωνῆς καί τῆς ψαλμωδίας δόθηκε στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἑνωθεῖ δοξολογικά μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «ἐν σμικρῷ μέγας», Ναός του Ἁγίου Πνεύματος, βασιλεύς τας κτίσεως, γιά νά συντονίζει τήν δοξολογία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου πρός τόν Θεό[2]. Σέ αὐτό συμβάλλουν καί οἱ πρακτικές ἀρετές καί ἡ θεωρητική  ζωή. Χωρίς τίς ἀρετές αὐτές καί τήν θεωρητική ζωή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ψάλλει χαρμολυπητικῶς (μέ χαρμολύπη). Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Τότε τό μέτρο, ὁ ρυθμός, ἡ ἁρμονία γίνονται μουσική πανωλεθρία. Ἡ μουσική γίνεται μιά ἄκαρπη, καλλιτεχνική καί ἐπαγγελματική ἐνασχόληση καί δέν φθάνει τότε στό τέρμα της, πού εἶναι τό «τεριρέμ»[3]. Δέν φθάνει δηλαδή στήν κατάσταση ἐκείνη, ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἐν ἐλευθερία καί ἐπιγνώσει κουφό καί ἄφωνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου.
Λέγει ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων : «Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος δέν βάζει σάν σκοπό τῆς ζωῆς του τά καλά ἔργα, τήν ἀρετή. Φθάνει σέ αὐτά καί φεύγει, Θεία Χάριτι, παραπέρα : «Ἡ πολιτεία τῆς πίστεως ὑπέρ τήν ἀρετήν ἐστί καί ἡ ἐργασία αὐτῆς οὐκ ἔργα ἐστίν, ἀλλά ἀνάπαυσις τελεία καί παράκλησις»[4].
Ἥρεμα φεύγει πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς κινήσεως, τοῦ λόγου, τῆς αἰσθήσεως, τῆς γνώσεως, τῆς ἐνεργείας, ὅποιας μορφῆς. «Ἐλεύθερος καί αὐτεξούσιος καί ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ ἐν πᾶσι τοῖς πράγμασιν ἐν ἐλευθερία χρῆται ἐξουσιαστικῶς»[5].
Ἀποβάλλει στό τέλος καί τήν ἴδια του τήν ἐλευθερία. «Ἀφαιρεῖται τό αὐτεξούσιον ἀπό τῆς φύσεως… ἑτέρα δυνάμει ὁδηγεῖται ἔνθα οὐ γινώσκει… αἰχμαλωσίᾳ κατακρατεῖται ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ»[6]. Τότε βρίσκεται στήν «ἄγνοια» τήν ἀνωτέρα πάσης γνώσεως καί στήν «αἰχμαλωσία» τήν ἀνωτέρα πάσης ἐλευθερίας.
Ἔσπασε κάθε φραγμός. Ἔφθασε στόν Ἄφθαστο… Ξεκινᾶ ἀπό τήν διδασκαλία καί λόγο πού «εἶναι ὄργανο τούτου τοῦ κόσμου καί φθάνει στήν σιωπή, πού εἶναι μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»[7]. «…Σεσίγηται ἐν ἀγνοίᾳ πάντων τῶν ἐνθάδε. Αὕτη ἐστίν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως»[8]
«Ἡ ὄντως μουσική ἀναδύεται στήν πορεία. Ἡ κίνηση εἶναι προσευχή. Ἡ πορεία θέα. Ἡ ἐπέκταση ἀγαλλίαση. Τό ξεπέρασμα ἔκφραση, Λόγος, Πάσχα, Χριστός»[9].
Πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεων ἀπό μή μεμυημένους στήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί πνευματικότητα, διευκρινίζουμε ἐδῶ πώς ὑπάρχει ἡ ἄκτιστη, ἀθάνατη, ἀΐδιος (πού δέν ἔχει ἀρχή οὔτε τέλος), ἄναρχη, ἄπειρη καί ἀτελεύτητη κατά φύσιν ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπό τήν μιά καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ κτιστή, ἀρχουμένη, πεπερασμένη, αἰώνιος (πού ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος), ἀθάνατη κατά χάριν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασμένου. Ὅταν, λοιπόν, ἡ θεϊκή κατά φύσιν ἐλευθερία του Θεοῦ ἑνώθηκε ἐλεύθερα, ἀβίαστα καί ἀγαπητικά μέ τήν ἀνθρώπινη κατά χάριν ἐλευθερία ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας μετά τήν συγκατάθεσή της («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου»), ἐνηνθρώπησε ὁ Θεός Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἔγινε ἄναρχη, ἄπειρη, ἀτελεύτητη κατά φύσιν ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί Γρηγόριος Παλαμᾶς). Μέσα στά πιό πάνω γραφέντα πρέπει νά δοῦμε καί νά κατανοήσουμε τήν «αἰχμαλωσία τῆς ἐλευθερίας, τήν ἁρπαγή τοῦ νοός καί ἄγνοιαν τήν ὑπερτέραν πάσης γνώσεως», πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος στά «Εὑρεθέντα Ἀσκητικά» του.
Ὅποιος, λοιπόν, ἀσχολεῖται μέ τήν ψαλμωδία καί δέν φροντίζει νά ὑμνεῖ τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἄς μήν ἐλπίζει ὅτι οἱ διάβολοι καί τά ὄργανα τους θά τόν ἀφήσουν ἥσυχο. Θά τόν πολεμήσουν μέ λογισμούς (σκέψεις), φαντασίες καί νοερό πόλεμο, ὥσπου νά τόν καταφέρουν νά ὑμνήσει τόν Ἑωσφόρο, τόν ἀρχηγό τους. Ἔτσι θά ἀνοιχθεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν διάβολο, δηλαδή θά κλείσει τήν πόρτα στή Θεία Χάρι καί θά τήν ἀνοίξει, γιά νά μπεῖ μέσα ὁ διάβολος. Θά ἐπιθυμήσει τότε τήν φιλαυτία, τήν φιλοϋλία, τήν φιλοδοξία καί τήν φιληδονία. Ἡ μουσική του πλέον θά εἶναι ἀνάλογη : φίλαυτη, φιλόϋλη, φιλόδοξη, φιλήδονη. Δέν θά στηρίζει, ἀλλά θά ἀφανίζει τό πρόσωπο. Δέν θά εἶναι ζεστή, ἀλλά ψυχρή. Δέν θά ἀνοίγει τό κύκλωμα τῶν Ἁγίων, γιά νά ἀκούσουμε τόν μυστικό ἦχο τῆς θεώσεως.
Ἡ μουσική αὐτή τῆς φιλαυτίας προσπαθεῖ νά τέρψει ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀκοή καί τό συναίσθημα, χωρίς νά τόν ἐξάγει ἀπό τήν πεζή καθημερινότητα. Τόν ἀφήνει δεμένο στή γῆ, ἐνῶ εἶναι πλασμένος νά ψάλλει μέ τούς ἀγγέλους, ἀνώτερα καί ἀπό τούς ἀγγέλους[10]. Ἡ συναισθηματική μουσική λειτουργεῖ ἐμπαθῶς καί ἑπομένως ἐναντίον τῆς πραγματώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Τρέφει τά πάθη, ριζώνει τήν αὐτοδικαίωση στόν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ ψεύτικη εἰρήνη στήν καρδιά. Ἡ λανθασμένη πίστη καί ζωή ἐπηρεάζει τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράδοση, ζωή, πολιτισμό, θεολογία καί πνευματικότητά του καί φυσικά ἐπηρεάζει καί τήν μουσική του.
Ὁ Ἕλληνας φιλόσοφος Ἀριστοτέλης ὁ Σταγειρίτης στά «Πολιτικά», στό κεφάλαιο περί μουσικῆς, λέγει περίπου τά ἑξῆς : «Ἄν θέλεις νά ἀλλάξεις τούς νόμους μιᾶς πολιτείας πρός τό καλύτερο ἤ πρός τό χειρότερο, ἄλλαξε τήν μουσική, πού ἀκοῦνε οἱ πολίτες τῆς πολιτείας ἤ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ». Διότι, ἡ μουσική εἶναι ἡ βασικώτερη πολιτιστική καί ὀντολογική ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ἀγγίζει ὡς τά μύχια τῆς ὑπάρξεώς του, τόν ἀνυψώνει ἤ τόν καταβαραθρώνει. Τόν ἐμπνέει ἤ τόν κάνει δειλό. Τόν ἀναδεικνύει θεό κατά χάριν ἤ τόν κάνει χειρότερο καί ἀπό τόν διάβολο.
Κατά πλειοψηφία (ὑπάρχουν φωτεινές ἐξαιρέσεις) οἱ τετραφωνίες τῶν δυτικῶν, οἱ συμφωνικές ὀρχῆστρες καί ἡ μουσική τους, ἡ λεγομένη πόπ μουσική, ἡ σόουλ, ἡ τζάζ, ἡ ἠλεκτρονική μουσική μέ τή συνοδεία φώτων, ἡ ρόκ ἔντ ρόλ, ἡ ἀνατολίτικη ἡδονική μουσική, ἡ ἀφρικανική, ἡ ἀσιατική, ἡ λαϊκή μουσική, ἀποτελοῦν ἔκπτωση ἀπό τήν ἀνοδική προοδευτική πορεία τῆς μουσικῆς, διότι δέν ἔχουν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ἁπλότητα καί προσωπική ἐπαφή μέ τόν Τριαδικό Θεό. Παρεμβάλλουν τά ἀνθρώπινα πάθη καί ἐμποδίζουν τήν ἄκτιστη θεία χάρη νά ἐνεργήσει. Τά μουσικά ὄργανα, δῆθεν μέσα ἐπικοινωνίας, γίνονται μεσότοιχα ἔχθρας καί μάλιστα μετατρέπουν τόν ἄνθρωπο σέ μηχανικό τους ἐξάρτημα, ἰδίως τά τελευταῖα χρόνια, πού ἡ μουσική μεταδίδεται ἠλεκτρικά ἤ ἠλεκτρονικά. Ἄλλωστε, φάνηκε πώς ἡ μουσική τῶν ὀργάνων τρελλαίνει καί νεκρώνει τούς ἀνθρώπους πνευματικά, δέν τούς μεταμορφώνει, οὔτε τούς ἁγιάζει, γιατί δέν συμμετέχει τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά, μέ τά ὑλικά ἐξωτερικά ὄργανα μουσικῆς, προσπαθεῖ νά ἐκτονωθεῖ ψυχολογικά.
Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης εἶπε κάποτε τά ἑξῆς : «Ἡ Εὐρωπαϊκή κλασσική μουσική ἀποκοιμίζει τά πάθη. Ἡ σύγχρονή μας μουσική ἀποχαλινώνει τά πάθη. Μόνο ἡ Βυζαντινή Μουσική μεταμορφώνει τά πάθη»
Ὁ μακαριστός Φώτης Κόντογλου στό βιβλίο του «Σημεῖον Μέγα», πού ἀναφέρεται στόν βίο τῶν ἁγίων νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης[11], γράφει ὅτι οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι στόν Παράδεισο - Οὐρανό ψάλλουν μέ βυζαντινή ἐκκλησιαστική μουσική. Αὐτό βεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός τῆς παραδόσεως σέ ὑποτακτικό  ἁγιορείτη μοναχό στόν λάκκο τοῦ «Ἄδειν» κοντά στίς Καρυές Ἁγίου Ὄρους πρίν (1000) χίλια χρόνια, τοῦ Ἀρχαγγελικοῦ Ὕμνου «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ», πού τό ἔψαλλε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ σέ δεύτερο ἦχο τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας[12].
Λέγοντας αὐτά, ἴσως θεωρηθοῦμε μονοδιάστατοι καί μονομερεῖς. Ἄν ἡ δημοτική ἤ ἄλλου εἴδους μουσική τῶν ὁποιωνδήποτε λαῶν τῆς γῆς δέν ὑμνοῦν τόν διάβολο, τήν φιληδονία, τήν φιλαρχία, φιλοδοξία, φιλοϋλία, φιλαργυρία, εἴτε κρυφά εἴτε φανερά, τότε εἶναι ἀποδεκτές ἐκ μέρους μας.
Γλώσσα, πού ὀρθόδοξα ψάλλει στόν Θεό, εὔκολα ἔχει συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός της καί μετανοιώνει πιό πολύ. Τό μυαλό, ὅμως, πού ὑπερήφανα καθορίζει τό πρόγραμμα τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας του, χωρίς νά ἀνοίγεται προσευχητικά στόν Θεό, δέν καθαρίζεται, δέν φωτίζεται ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι στό σκότος τῆς ἀγνοίας , στόν βυθό τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ἔτσι, μένει ἄρρωστο καί ἀπομονωμένο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό καί κοινωνία θεώσεως, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ψάλτες μᾶς διδάσκουν πώς μόνο τό καρδιακό δάκρυ λύνει τίς ἁμαρτίες, κυρίως κατά τήν θεία Ἐξομολόγηση καί τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, καθαρίζει τόν νοῦ καί τήν καρδιά, διότι ἑλκύει τήν καθαρτική θεία Χάρι. Ἄν, ὅμως, ἐπιμένει ὁ ἀγράμματος κατά τά θεία νοῦς νά ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ Θεοῦ, ἤ νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τότε γίνεται ἕνας αὐτόνομος, ἀνθρωποκεντρικός σωρός γνώσεων, μουσικῶν ἤ μή.
Ἄν δέν διαλυθοῦμε ἑκούσια, δέν πρόκειται ὁ Χριστός νά μᾶς συναρμολογήσει παράδοξα, αἰώνια καί ἀληθινά. «Φοβοῦ τό σύστημα ὡς τόν λέοντα»[13], συμπεραίνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Καί δέν ἔχουν ἄδικο.
Ὡς ἐπίμετρο σημειώνουμε τό ἑξῆς ἀπόσπασμα : «Ὅταν ἕνας ψάλτης Ἁγιορείτης ψάλλει, κάνει κάτι πολύ σπουδαῖο. Καί δέν ἐκτιμᾶ κανείς αὐτόν, πού ψάλλει καλά, ἀλλά αὐτόν, πού εἶναι Ἁγιορείτης. Μακάρι νά κραυγάζει, νά κάνει παραφωνίες. Εἶναι καλύτερες αὐτές οἱ ἁγιορείτικες παραφωνίες, ἀπό τίς κοσμικές ἁρμονίες. Γιατί, ὅταν ψάλλει ἕνας Ἁγιορείτης ψάλτης, δέν ψάλλει αὐτός μόνος. Δέν διατυπώνει μιά ἄποψη δική του μέ μουσικούς φθόγγους. Φθάνει δι' αὐτοῦ ἡ φωνή μιᾶς παραδόσεως μακρᾶς καί ἡ ἐλευθερία, πού τοῦ ἐχάρισε ἡ ὑπακοή στήν παράδοση αὐτή.
Καί δέν εἶναι μόνον οἱ ψάλτες, πού ψάλλουν «ξένως». Ψάλλουν καί οἱ Ἅγιοι, πού δέν μιλοῦν καί εἶναι παρόντες μαζί μας. Ψάλλουν καί τά γεροντάκια, τά ὁποία βρίσκονται ἐδῶ˙ ὁ γέροντας μοναχός, πού σιγά-σιγά ἔσυρε τά βήματά του, γιά νά ἀσπασθεῖ τό ἅγιο λείψανο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας»[14].
Ἔτσι τῶν ἀθεάτων τά κάλλη μέ τήν παρουσία τῆς προσευχῆς τῶν Ἁγίων καί τῶν Ἀγγέλων, τήν θεϊκή μεγαλοπρέπεια τῆς μουσικῆς, κατεβάζουν τόν οὐρανό στή γῆ καί ἀνεβάζουν τούς ἐπί γῆς ἀγωνιζομένους πιστούς, μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν χαράν τῆς αἰωνίου δόξης, «διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν»[15]. «Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι διαρκῆ ὑπηρετικά διακονικά πνεύματα, πού ἀποστέλλονται νά ὑπηρετήσουν ἐκείνους, πού πρόκειται νά κληρονομήσουν τήν σωτηρία»[16]; 
Β΄ Μέρος
Στό δεύτερο αὐτό μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στή Βυζαντινή Ἐκκλησιαστική Μουσική ἐν συγκρίσει μέ τήν μουσική τῆς φιλαυτίας, θά δοῦμε ὑπό τύπον ἐρωταποκρίσεων γιατί ἡ Ἐκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἀνθρώπινη φωνή, τόν ρυθμό, τόν ἔμμετρο λόγο καί τήν κοινή κλίμακα μουσικῶν συχνοτήτων τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, γιά νά μεταδώσει τό νόημα καί τό γράμμα τῶν κειμένων τῆς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας, τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν προσωπική, πνευματική, μυστηριακή ὑφή, ὕφος, χροιά. Ἐπέλεξε τό καλύτερο ἀπό τά ὑπάρχοντα ἐκφραστικά μέσα.
Ἐρώτηση 1η : Τί ἐχρησιμοποίησε καί χρησιμοποιεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Λατρευτική ζωή της, γιά νά πετύχει τόν σκοπό της, πού εἶναι ἡ πνευματική ἀνάταση, τό προοδευτικό ἀνέβασμα τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν, ἡ κοινωνία θεώσεως, ἑνώσεως μέ τόν Θεό;
Ἀπάντηση : Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε καί χρησιμοποιεῖ μέχρι σήμερα κυρίως τήν μουσική καί τόν λόγο, σχεδόν ταυτόχρονα μέ τήν ἀρχή τῆς πορείας της στόν κόσμο.
Ἡ Μουσική ὡς μορφή καί σχῆμα πολιτισμοῦ προϋπῆρχε τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἀπορρίφθηκε ὡς μέσον γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ της. Ἐάν σήμερα θέλουμε νά βροῦμε τήν ἰδανική γιά τήν λατρευτική ζωή μας μουσική ἔνδυση καί βοήθεια, θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε στίς ἀρχές τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό σκεπτικό, πού ὁδήγησε τούς πρώτους ὑπευθύνους τῆς Θείας Λατρείας Της, νά χρησιμοποιήσουν τήν Μουσική καί μάλιστα τήν Ἀρχαία Ἑλληνική Μουσική, ἀπηλλαγμένη ἀπό πάθη, κεκαθαρμένη καί μεταμορφωμένη ἀπό ἁγίους Πατέρες μουσικά κατηρτισμένους, ὅπως ἦσαν οἱ Οἰκουμενικοί μας Διδάσκαλοι Μέγας Ἀθανάσιος, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Μέγας Βασίλειος, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας, Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων καί Γρηγόριος Διάλογος, Πάπας Ρώμης.
Ἡ Μουσική αὐτή ὠνομάσθηκε Βυζαντινή Ἐκκλησιαστική Μουσική, πού εἶναι συνέχεια τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς καί ἐπενδύει ἀπό τότε μέχρι σήμερα τόν λόγο καί τά κείμενα τῆς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας, προκαλώντας τήν πνευματική ἀνάταση καί τό προοδευτικό ἀνέβασμα τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν. Ἔτσι, τούς ὁδηγεῖ νά ἐντάσσονται στήν κοινωνία θεώσεως, στήν ἕνωση μέ τόν Τριαδικό Θεό μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι δοκιμασμένη ἡ ἀντοχή καί ἡ πνευματική ὠφέλεια τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, πού ἀποδίδεται ἀποκλειστικά ἀπό τήν ἀνθρώπινη φωνή, τόν ρυθμό κλπ. Γι' αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἀνθρώπινη φωνή, τόν ρυθμό, τόν ἔμμετρο λόγο καί τήν κοινή κλίμακα μουσικῶν συχνοτήτων τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, γιά νά πετύχει τόν σκοπό της.
Ἐρώτηση 2η : Γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἀνθρώπινη φωνή, τόν ρυθμό, τόν ἔμμετρο λόγο καί τήν κοινή κλίμακα μουσικῶν συχνοτήτων τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ὄχι ὁ,τιδήποτε ἄλλο στήν Λατρευτική της ζωή;
Ἀπάντηση : Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τά πιό πάνω ἀναφερθέντα μέσα, διότι ἡ ἀνθρώπινη φωνή εἶναι κοινή σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, καλλίφωνους καί παράφωνους, οἱ ὁποῖοι μέ μιά κατάλληλη μουσική παιδεία ἐμποροῦσαν νά ψάλλουν ὕμνους στούς ἤχους τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, πού ἔγινε Βυζαντινή καί Ἐκκλησιαστική, μέσα στίς Λατρευτικές Συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιώντας τόν σκοπό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως : Νά συντονίζει μέ τήν μουσική τήν δοξολογία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου πρός τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, κατασκευάσθηκε ὁ ἄνθρωπος πρός ἐργασίαν τῆς μουσικῆς. Δέν βλέπεις, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ἡ κατασκευή τοῦ ἀνθρωπίνου στόματος εἶναι τέτοια, ὥστε νά ἀποδίδεται μέ τήν μουσική ἡ δοξολογία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου πρός τόν Θεό;
Ὅμως, μποροῦμε νά ἐξετάσουμε καί τίς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου : Τήν ἁφή, τήν ἀκοή, τήν ὅραση, τήν γεύση, τήν ὄσφρηση. Τό ἔμβρυο, μόλις συλληφθεῖ, τί ἀντιλαμβάνεται πρῶτα ἀπό ὅλα; Ἡ πρώτη του αἴσθηση, πού ἀναπτύσσεται, εἶναι ἡ ἀκοή. Τί ἀκούει; Ἀκούει τήν καρδιά τῆς μητέρας του καί αὐτά, πού ἐρεθίζουν τίς αἰσθήσεις τῆς μητέρας του. Αὐτά ἐπηρεάζουν καί τήν ὅλη πρόοδο τῆς ἐγκυμοσύνης καί τήν λειτουργία τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητας τοῦ ἐμβρύου. Ἀκούει τό ἔμβρυο τόν ρυθμό τῆς καρδιᾶς τῆς μητέρας του, ντούκ-ντούκ.
Ποιά σχέση ἔχει ὁ ρυθμός μέ τόν ἄνθρωπο; Ἀπό τά πρῶτα βήματα ἀναπτύξεως τοῦ ἐμβρύου, ἀναγνωρίζουμε ὡς ἄνθρωποι στόν εὔρυθμο κτύπο τῆς καρδίας τοῦ ἑτέρου σώματος, πού ἀνήκει στήν μητέρα του, τήν ἴδια του τήν ζωή, συμμετέχει στόν ρυθμό τῆς ζωῆς, ἤ ἡ συμμετοχή σέ αὐτόν τόν ρυθμό τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή καί κάθε ἀρρυθμία σημαίνει θάνατος καί γιά τήν μητέρα καί γιά τό ἔμβρυο. Ὅπως στό ἔμβρυο ἡ συμμετοχή, ἡ συνύπαρξη, ὁ συντονισμός στόν ρυθμό τοῦ ἑτέρου σώματος, πού ἀνήκει στήν μητέρα του, εἶναι ἐπιβεβλημένη καί σημαίνει ζωή, ἔτσι καί για τον πιστό χριστιανό ὁ μουσικός ρυθμός τοῦ ὑπενθυμίζει (ξυπνᾶ μνῆμες) ὅτι μόνο μέ τήν συμμετοχή στόν ζωντανό ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι κοινωνία Θεοῦ, ἀνθρώπων καί ἀγγέλων, ὠριμάζει, ἀναπτύσσεται πνευματικά καί γεννιέται στήν ὄντως ζωή.
Ἄν ἡ μητέρα ψάλλει ἤ τραγουδᾶ, εἶναι εὐτυχισμένη ἤ δυστυχισμένη, αὐτά τά ἀκούει καί τά αἰσθάνεται τό ἔμβρυο. Εἶναι σχέση προσωπική, ὀντολογική, μουσική ἔλλογη καί μέ λογική ρυθμική προσωδιακή σχέση προετοιμάζεται τό ἔμβρυο νά μεταβεῖ ἀπό τήν σκοτεινή μήτρα στόν φωτεινό κόσμο τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας, πού περιμένει τό ἔμβρυο μετά ἀπό ἐννιά μῆνες κυοφορία : Μεταβαίνει ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ περιορισμοῦ στήν ἐλεύθερη ζωή. Καί ὅταν γεννηθεῖ τό παιδί, τό πρῶτο, πού κάνει, εἶναι νά ἐκδηλωθεῖ μέ τήν φωνή του. Κλαίει γοερά, δεῖγμα ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος. Προκαλεῖ δάκρυα χαρᾶς στήν μητέρα του, πού εἶναι ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ἡ τροφός, ἡ χαρά, ἡ λύπη, ἡ τρυφερότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ πρώτη παρηγορία τοῦ νεογέννητου βρέφους.
Γιατί τά λέμε αὐτά; Διότι, ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν ἐκκλησία εἶναι σάν τό ἔμβρυο μέσα στήν μήτρα τῆς μητέρας του.
(Μιλᾶμε πάντα γιά τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά σωθοῦν διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ). Οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί καί οἱ κατηχούμενοι γίνονται ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιώντας κοινά πράγματα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους : Τόν ἦχο, τήν ἀκοή, τήν ἀνθρώπινη φωνή, τόν  ρυθμό, τόν ἔμμετρο λόγο καί τήν κοινή κλίμακα μουσικῶν συχνοτήτων τῆς κοινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, αὐξάνοντας πνευματικά, κυοφορούμενοι μέσα στήν μήτρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, λύνοντας ὁ καθένας τά προβλήματά του, νοιώθοντας τίς χαρές, τίς λύπες, τήν τρυφερότητα, τήν ἀγάπη ἤ τό μῖσος, τήν ταραχή ἤ τήν εἰρήνη. Καί μέσα ἀπό τό σκοτάδι τοῦ θανάτου μεταβαίνουν στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Ἀρχέτυπο τοῦ «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασμένου ἀνθρώπου.
Ἐρώτηση 3η : Τί συμβαίνει τώρα μέ τά μουσικά ὄργανα; Γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν τά ἐχρησιμοποίησε μέσα στήν Λατρευτική της ζωή;
Ἀπάντηση : Τά μουσικά ὄργανα ἔχουν δικό του ἦχο τό καθένα, πού κατά πλειοψηφία δέν ταιριάζει μέ τίς ἀνθρώπινες φωνές, ἀκοές, ἤχους. Ἔχουν δικό τους ρυθμό, μεγάλες κλίμακες, ὑψίτονες καί βαρύτονες, πού δέν μπορεῖ ἡ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη φωνή νά ἀποδώσει. Ὑποτάσσονται στά μουσικά ὄργανα, στόν ρυθμό καί στήν μουσική τους οἱ ἀνθρώπινες φωνές, ὅταν συνεργάζονται μέ ὀρχῆστρες, σέ πανηγύρια, σέ μουσικές ἐκδηλώσεις.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τό κοινό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἀναγνωρίσιμο ἀπό ὅλους σέ ὅλες τίς ἐποχές μουσικό ὄργανο, τήν ἀνθρώπινη φωνή. Στίς συχνότητες τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς ἀναγνωρίζουμε ὅλες τίς μνῆμες, πού ἀπό μικρά παιδιά ἔχουμε ζήσει, τήν παρηγορία, τήν χαρά, τήν λύπη τῆς φωνῆς τῆς μητέρας μας, μνῆμες τῆς βρεφικῆς ἡλικίας, στοργῆς, θαλπωρῆς, ἀσφαλείας κλπ., πού ἐνοιώθαμε στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας μας. Τίς συχνότητες αὐτές τίς ἐκάναμε μουσική κλίμακα, τίς ἐχρησιμοποιήσαμε στήν Θεία Λατρεία, ζοῦμε τήν ἀσφάλεια, τήν θαλπωρή, τήν ἀγάπη, τήν στοργή τῆς ἀγκαλιᾶς τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.
Ἐρώτηση 4η : Ποιά εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Ἁγιορείτικου ὕφους ψαλμωδίας τῶν Ἁγιορειτῶν ψαλτῶν καί δή τῶν παλαιοτέρων γενεῶν;
Ἀπάντηση : Ὁ Ἁγιορείτης ψάλτης, ὁ ψάλτης τῆς χαρμολύπης, φέροντας τήν κληρονομιά αἰώνων μουσικῆς παραδόσεως, δέν ἀποκλίνει καθόλου ἀπό τόν στόχο του, πού εἶναι νά νοιώθει ὁ ἴδιος καί ὁ πιστός χριστιανός, μοναχός καί λαϊκός, ἐνεργός μέλος τοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ἀποκλίνοντες σήμερα ἀποδίδουν μουσικά μία ἄποψη δική τους, κάνουν τό δικό τους θέλημα. Προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τούς κοσμικούς τραγουδιστές εἴτε ψάλλοντας κανταδόρικα δυτικίζοντας, εἴτε ψάλλοντας ἀμανέδες μουσουλμανικούς, εἴτε ψάλλοντας παραδοσιακά κομμάτια Βυζαντινῆς Μουσικῆς χωρίς χαρμολύπη, πού εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Ἁγιορειτικοῦ ὕφους ψαλμωδίας.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ψάλτες ψάλλον χαρμολυπητικῶς (μέ χαρμολύπη), διότι λυποῦνται γιά τίς ἁμαρτίες τους ἀπό τήν μιά, ἀλλά συγχρόνως χαίρονται, διότι ὁ Ἀναστάς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μᾶς συγχώρεσε καί ἐξάλειψε ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ψάλλουν χαρμολυπητικῶς ἐπίσης, διότι ἐνῶ ὁ Χριστός ἐπαναπροσανατόλισε καί συνέδεσε τήν ὅλη ἀνθρώπινη φύση καί τήν κτιστή Δημιουργία μέ τόν ἑαυτό Του διά τῆς Σταυρικῆς θυσίας, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Ἀναλήψεώς Του στόν Οὐρανό[17], δέν θά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι δέν θά τό θελήσουν. Χαίρονται, ὅμως, συγχρόνως μέ τήν λύπη αὐτή, διότι ὁ Ἀναστάς καί Ἀναληφθείς Κύριός μας ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου, χωρίς προσωποληψίες, δίδει σέ ὅλους ἄπειρες εὐκαιρίες μετανοίας, ἐπιστροφῆς στό πατρικό σπίτι, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θεραπεύει τήν ἀρρωστημένη ἀνθρώπινη φύση μέ τά θεία Μυστήρια καί τήν χορηγία ἀρετῶν καί ἀσκητικοῦ-μαρτυρικοῦ φρονήματος, ὅπως χορηγεῖ σέ μᾶς ἀφειδώλευτα καί πλουσιοπάροχα τήν ἄπειρη, ἀτελεύτητη, ἄναρχη κατά φύσιν ἐλευθερία, ἀλήθεια καί ἀγάπη Του, γιά νά γίνει ἡ κτιστή, πεπερασμένη καί ἀρχουμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὅ,τι εἶναι ἡ θεϊκή ἐλευθερία, ἀλήθεια καί ἀγάπη, ὄχι κατά φύσιν, ἀλλά κατά χάριν. Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει ἐκεῖνο, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, πλήν της κατ' οὐσίαν ταυτότητος».
Οἱ Ἁγιορεῖτες ψάλτες ψάλλουν μέ ρυθμό, τάξη καί ἁρμονία. Θεολογοῦν μουσικά καί ψάλλουν θεολογικά. Παραμένουν πιστοί στήν Παράδοση καί νοιώθουν ἐσωτερικά ἐλευθερία καί ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Ἐρώτηση 5η : Γιατί στά ἱεραποστολικά μας κλιμάκια ἀνά τόν κόσμο διδάσκεται ἡ Βυζαντινή Ἐκκλησιαστική Μουσική, πού εἶναι συνέχεια τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς; Ἀφοῦ οἱ Ἀφρικανοί, οἱ Ἀσιάτες, οἱ Εὐρωπαῖοι, ἀκόμη καί οἱ ὀρθόδοξοι Ἀνατολικοευρωπαῖοι Σλάυοι καί Ἀνατολῖτες Ἄραβες ἔχουν δική τους μουσική παράδοση, πῶς ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θέλουμε νά τούς ἐπιβάλουμε μέ τό ζόρι τήν δική μας μουσική παράδοση; Μήπως εἴμαστε, μέ μιά λέξη, ἰμπεριαλιστές;
Ἀπάντηση : Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες ἱεραπόστολοι ἀνά τόν κόσμο δέν εἶναι ἰμπεριαλιστές. Ἐφαρμόζουν τό Κυριακό λόγιο : «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν˙ καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν»[18]. Σκοπός τῶν Ἑλληνορθοδόξων ἱεραποστόλων μας εἶναι νά εὐαγγελισθοῦν τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό πρῶτα (καί ὄχι τό κράτος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας) καί δεύτερον τόν Ἑλληνισμό ὡς γλῶσσα, ἱστορία, πολιτική καί τέχνη, φιλοσοφία καί πολιτισμό, ὅπως ἁγιάσθηκε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, ὡς ἁγία Ρωμηοσύνη. Διότι, ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι συνδυασμός Ρωμαϊκῆς Διοικήσεως, Ἑλληνικῆς Παιδείας καί Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού κρατάει μέχρι σήμερα τά σκῆπτρα στό πνευματικό ὕψος τοῦ παγκοσμίου γίγνεσθαι, ἐξελίξεως, ἐπιστήμης καί φιλοσοφίας κλπ. Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση εἶναι συγκερασμός διαφόρων πολιτισμῶν. Ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός εἶναι ἑνιαῖος. Οἱ ἰδιαιτερότητες τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως ἐνσωματώθηκαν διακριτικά, χωρίς στανική ἐπιβολή, στούς διαφόρους λαούς. Κάθε λαός, κάθε πολιτισμός ἔχει βάλει ἕνα λιθαράκι στό οἰκοδόμημα τοῦ παγκοσμίου διαχρονικοῦ πολιτισμοῦ. Κανένας πολιτισμός μέ τίς ἰδιαιτερότητές του (π.χ. γλωσσικές, ἐθνικές, θρησκευτικές) ἐξ ὁρισμοῦ δέν ἐπιβάλλεται, οὔτε ἔρχεται νά καταργήσει τούς ὑπάρχοντες πολιτισμούς. Ὁ πολιτισμικός ρατσισμός ἀποκλείεται.
Βέβαια, μέσα στήν ἱστορία παρατηρήθηκαν στανικές ἐπιβολές καί πειθαναγκασμοί ἀπό ὁρισμένους λαούς τοῦ δικούς τους πολιτισμοῦ σέ ἄλλους λαούς, ὅπως π.χ. ὁ Καρλομάγνος ἐπέβαλε τόν φράγκικο πολιτισμό στήν Δυτική Εὐρώπη καί ὁ μουσουλμανικός πολιτισμός ἐπεβλήθη στήν Μέση Ἀνατολή, Βόρειο Ἀφρική καί Ἀσία διά πυρός καί σιδήρου. Οἱ Ἕλληνες καί πρό καί μετά Χριστόν, ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ  δέν ἐπέβαλαν στανικά ἤ διά πυρός καί σιδήρου τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, ὅπου καί ἄν ἐπῆγαν νά ἐγκατασταθοῦν ἤ νά κηρύξουν τόν Χριστό καί τόν Ἑλληνισμό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀντικειμενική ἱστορική ἀλήθεια, πού τήν δέχονται ὅλοι οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι τῆς γῆς παλαιότερα καί σήμερα.
Οἱ Ἑλληνορθόδοξοι ἱεραπόστολοί μας μεταδίδουν τήν θεωρία καί ἐμπειρία (2000) δύο χιλιάδων χρόνων Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως καί ἄν θέλουν οἱ λαοί τῆς γῆς τά δέχονται ἤ τά ἀπορρίπτουν ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς ἐξαναγκασμό καί προπαγάνδα, πλύση ἐγκεφάλου καί παραπληροφόρηση. Ἄν θέλουν, μποροῦν, μπολιάζοντας τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, ἄρα καί τήν Βυζαντινή Μουσική Παράδοση, στήν δική τους ἐθνική ἤ τοπική Παράδοση, νά πετύχουν τήν θέωση, τήν σύζευξη καί κριτική ἀφομοίωση ἐκείνων τῶν στοιχείων, πού εἶναι πανανθρώπινα, πανορθόδοξα καί παγκόσμια. Ἄλλωστε, πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Τί σημαίνει «Καθολικήν Ἐκκλησίαν»; Σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἱδρύθηκε, γιά νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι θέλουν, ἄν θέλουν. Σημαίνει ὅτι εἶναι πλήρης ἀληθείας, σωτηρίας, θεώσεως, ἐλευθερίας, χάριτος καί ἀγάπης. Σημαίνει ὅτι περιλαμβάνει ὅλον τόν Τριαδικό Θεό καί ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὅλη τήν Δημιουργία-Κτίση στούς κόλπους της. Ἑπομένως, ἐπαναλαμβάνουμε πώς οἱ ἀνά τόν κόσμο Ἑλληνορθόδοξοι ἱεραπόστολοι δέν εἶναι ἰμπεριαλιστές, ἀλλά ἀντιαποικιοκράτες, ἀντιϊμπεριαλιστές, διάκονοι, λειτουργοί τῆς ἀγάπης, τῆς θυσίας, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί θεράποντες, ὑπηρέτες τῶν λαῶν, ὅπου ἐργάζονται, χωρίς ἰδιοτέλεια, συμφέρον, ὑστεροβουλία, χωρίς ἐπεκτατικές βλέψεις.
Ἐνῶ, γενικά ὅλοι σχεδόν οἱ ἱεραπόστολοι τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης συμπεριεφέρθησαν ἰμπεριαλιστικά καί ἀποικιοκρατικά, ὅπου καί ἄν ἐπῆγαν νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό λέμε, διότι ὅλοι τό ξέρουν καί εἶναι ἡ πραγματικότητα, δέν ἔχουμε μῖσος ἤ ἐμπάθεια ἤ προκατάληψη ἤ διάθεση μειώσεώς τους ἔναντί μας. Αὐτό συντόμως μοῦ εἶπε ἕνας Κενυάτης ἱερομόναχος ὀρθόδοξος κάποτε, ὅταν συζητούσαμε τό θέμα τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Ἀφρική καί Ἀσία : «Ὅταν ἦλθαν στήν Ἀφρική οἱ δυτικοευρωπαῖοι λευκοί ἱεραπόστολοι, αὐτοί εἶχαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς εἴχαμε τήν γῆ μας. Μετά ἀπό λίγα χρόνια παρουσίας τους στήν Ἀφρική μέχρι σήμερα, ἐμεῖς ἀποκτήσαμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί ἀπέκτησαν τήν γῆ μας».


[1] φιλαυτία = ἐμπαθής ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί αὐτοπροβολή.
[2] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Προοίμιον εἰς τήν ἑρμηνείαν τῶν ψαλμῶν τοῦ ἁγίου προφητάνακτος Δαυΐδ, PG 44.
[3] Μουσικό κράτημα. Νανούρισμα, πού ἔκανε ἡ Παναγία στον Χριστό, ὅταν ἦταν μωρό, μικρό.
[4] ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Τά εὑρεθέντα Ἀσκητικά, ἐκδ. Λειψία 1895, Β' ἔκδ., Σπανοῦ καί Ρηγοπούλου, σ. 255.
[5]  Ὅ. π., σ. 251.
[6]  Ὅ. π., σ. 137.
[7]  Ὅ. π., σ. 365.
[8]  Ὅ. π., σ. 140.
[9] ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ, Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα καί μετά Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος˙ ἕνα πλησίασμα στόν κόσμο του, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1983, σσ. 27-31.
[10] «Σκοπός καί ἔργο τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι νά ἀγνοεῖ τήν ὑλική φύση του, ἀλλά νά προσπαθεῖ καί νά ἀγωνίζεται, ὥστε νά χρησιμοποιεῖ τό σῶμα του ὡς ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μεθόριος ἀνάμεσα στόν ὑλικό καί τόν ἄϋλο κόσμο. Κι ἐπειδή μετέχει ταυτόχρονα καί στούς δύο, ἀποτελεῖ τήν γέφυρα καί τό σημεῖο ἐπαφῆς γιά ὅλη τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ άνθρώπινη φύση, ἐπειδή εἶναι σύνθετη ἀπό ὕλη καί πνεῦμα, κατέχει μεγαλύτερες δυνατότητες καί ἀπό αὐτή τήν φύση τῶν ἀγγέλων. Τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα αὐτή ἀκριβῶς ἡ θέση θά βρεῖ τήν τελειότερη διατύπωση καί ἀνάπτυξή της στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πού ὄχι μόνο δέν θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, γιατί εἶναι «σύμμεικτος» ἀπό ὕλη καί πνεῦμα - ἐνῶ ἐκεῖνοι εἶναι «ἀμιγῆ» πνεύματα - ἀλλά φθάνει στό σημεῖο νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τό σῶμα του καθίσταται ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους». Σχ. βλ. ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄνθρωπος καί φυσικό περιβάλλον˙ Σπουδή στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1989, σ. 64. Ἐπίσης βλ. καί τά ἑξῆς : «Μόνοι γάρ ἡμεῖς τῶν κτισμάτων ἁπάντων πρός τῷ νοερῷ καί λογικῷ καί τό αἰσθητικόν ἔχομεν», ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά κλπ. ξγ΄, PG 150, 1165 C. Βλ. ἀκόμη ἐνδεικτικά γιά τό θέμα αὐτό στήν προηγούμενη πατερική παράδοση : Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, Περί θείων ὀνομάτων 4, 27, PG 3, 728D, ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Ἀντίοχον 16, PG 28, 608A, ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Ἀντιρρητικός 46, PG 45, 12 33C καί Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 29, 3, PG 44, 236B : «Ὡς μήτε ψυχήν πρό τοῦ σώματος, μήτε χωρίς ψυχῆς τό σῶμα ἀληθές εἶναι λέγειν, ἀλλά μίαν ἀμφοτέρων ἀρχήν, κατά μέν τόν ὑψηλότερον λόγον, ἐν τῷ πρώτῳ τοῦ Θεοῦ βουλήματι καταβληθεῖσαν, κατά δέ τό ἕτερον, ἐν τοῖς τῆς γενέσεως ἀφορμαῖς συνισταμένην» καί ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου πίστεως 1, 13, PG 94, 853A.  
[11] ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Σημεῖον Μέγα, βίος τῶν ἁγίων νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι, σσ. 199 και 210.
[12] Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μήνας Ἰούνιος, ἡμέρα ἐνδεκάτη.
[13] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ, Ζῶον θεούμενον, ἔκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 8.
[14] Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα, στήν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, τρίτης προστάτιδος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, τήν 29ην-10-1977, περιοδικό «Ὅσιος Γρηγόριος», ἄρ. 3, 1978, σ. 20. 
[15] Ἑβρ. 1, 14.
[16] Ἑβρ. 1, 14. Κείμενο–Μετάφραση–Σχόλια, Ἀρχιμ. Τιμοθέου Καλίφη, Ἐπιστολές Παύλου καί Ἑπτά Καθολικές καί Ἀποκάλυψη Ἰωάννου, τ. Β΄, 2η ἔκδ. Ἀθήνα 2000, σ. 741.
[17] Ἐννοεῖται ἐδῶ ὅτι ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο Μαρία καί τήν ἐθέωσε.
[18] Ματθ. 28, 19-20.