Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα του ο Σύλλογος Ιεροψαλτών Αιτωλ/νίας "Άνθιμος ο Αρχιδιάκονος"

Πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 26 Ιανουαρίου η κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτα του συλλόγου Ιεροψαλτών Αιτωλ/νίας ''Άνθιμος ο αρχιδιάκονος'' με έδρα την πόλη του Αγρινίου. Την εκδήλωση λάμπρυνε με την παρουσία του ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κκ ΚΟΣΜΑΣ, ο οποίος στο σύντομο χαιρετισμό του απήυθυνε ευχές και πατρικές συμβουλές προς τους Ιεροψάλτες. Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο πρόεδρος του συλλόγου κ. Ιωάννης Καραγιάννης, ο οποίος ευχαρίστησε όλους για την παρουσία τους ευχόμενος καλή και καρποφόρα χρονιά. Η σύναξη έκλεισε με ομιλία από τον Ιεροψάλτη κ. Θεόδωρο Βάτσιο, ο οποίος αναφέρθηκε στη ζωή, το έργο και την προσφορά του πρωτοψάλτου ΔΑΝΙΗΛ στη βυζαντινή μουσική. Στην εκδήλωση το παρόν έδωσαν μέλη της Ένωσης Θεολόγων της πόλης του Αγρινίου.








Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Ανακοίνωση - Πρόσκληση προς τα μέλη και τους φίλους του συλλόγου Ιεροψαλτών ''Άνθιμος ο αρχιδιάκονος''.

Ο σύλλογος Ιεροψαλτών νομού Αιτωλ/νίας ''Άνθιμος ο αρχιδιάκονος'' με έδρα το Αγρίνιο, προσκαλεί τα μέλη και τους φίλους του συλλόγου στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας, που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019 και ώρα 18:00 μ.μ. στην αίθουσα του Ι.Ν. Αγίας Τριάδος Αγρινίου. Την εκδήλωση θα τιμήσει με την παρουσία του και θα ευλογήσει, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας Αιτωλίας και Ακαρνανίας κκ ΚΟΣΜΑΣ, ενώ ο Ιεροψάλτης κ. Θεόδωρος Βάτσιος θα ομιλήσει περί του πρωτοψάλτου ΔΑΝΙΗΛ. 

                                                                                   Με τιμή 
                                                                        το Δ.Σ. του συλλόγου.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

ομιλίες περί ισοκρατήματος {βίντεο}

Στα παρακάτω βίντεο αναρτήσαμε τις δύο συνάξεις του φροντιστηρίου ψαλτικής τέχνης του ημετέρου συλλόγου ιεροψαλτών που έλαβαν χώρα τον Μάιο και Ιούνιο του 2018.
Εισηγητής ήταν ο πρωτοψάλτης και δάσκαλος Κωνσταντίνος Λανάρας και το θέμα του "περί ισοκρατήματος".



Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Ἡ προσωπικότητα, τά προσόντα, τό ἔργο καί ἡ θέση τοῦ Ἱεροψάλτου στή θεία Λατρεία


 
Εἰσήγηση στό «Φροντιστήριο ψαλτικῆς τέχνης»
τοῦ Συλλόγου Ἱεροψαλτῶν Ἀγρινίου (Παρασκευή 8-12-2017).

Μιχαήλ Ν. Οἰκονόμου

Προσλαλιά.
Εὐχαριστῶ τό Δ.Σ. τοῦ Συλλόγου Ἱεροψαλτῶν Ἀγρινίου πού ἐκαμε δεκτή τήν πρότασή μου γιά τή δημιουργία καί λειτουργία «φροντιστηρίου ψαλτικῆς τέχνης» ἀλληλοδιδακτικοῦ χαρακτήρα. Εὔχομαι νά προχωρήσει καί νά στεριώσει. Αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή δική σας θέληση καί ἀποδοχή. Χρειάζεται ταπείνωση γιά νά πιστέψετε ὅτι θά ὠφεληθεῖτε, καί τότε εἶναι βέβαιο πώς θά τό ὑποστηρίξετε.
Εἶναι ὅμως παράλληλα μέ τήν πολλαπλή ὠφέλεια τοῦ «Φροντιστηρίου» κι ἕνας τρόπος νά βρισκόμαστε «ἐπί τό αὐτό» καί νά τά λέμε... συναδελφικά. Ἡ ἀγάπη μεταξύ μας εἶναι τό ἐλάχιστο χρέος πού ὀφείλουμε πρός τήν ἱερή τέχνη τῆς ψαλτικῆς ὡς ἀπόδοση, τρόπον τινά, τῶν πνευματικῶν τροφείων γιά ὅσα δαψιλῶς ἀπολαμβάνουμε ἀπό τήν τιμητική αὐτή διακονία στό ἱερό Ἀναλόγιο.
Εἶναι τό Ἀναλόγιο ἀπό τό ὁποῖο σαγηνεύτηκαν Βασιλεῖς καί Αὐτοκράτορες, Πατριάρχαι καί Ἅγιοι, πλούσιοι καί φτωχοί, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, γιατί τό ψάλλειν εἶναι «θεῖος ἔρως».
Ὁ σκοπός τοῦ «Φροντιστηρίου» εἶναι ἕνας δρόμος, εἶναι ἕνας προορισμός γιά νά φτάσουμε τελικά, καί λίγο – λίγο, στή δική μας Ἰθάκη, γιά νά σπουδάσουμε, νά ἐρευνήσουμε καί νά ἐγκολπωθοῦμε «τῶν ψαλλομένων τήν ἔννοιαν». Ἡ δική μου εἰσήγηση ἀνοίγει τό δρόμο γι’ αὐτή τήν Ἰθάκη. Δέν εἶναι ἀκόμα ἡ Ἰθάκη. Θά προκύψει, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τή θέλησή σας, στίς ἑπόμενες εἰδικές καί διεξοδικές εἰσηγήσεις ἀπό ἄλλους συναδέλφους.

Θέμα: Ἡ προσωπικότητα, τά προσόντα, τό ἔργο καί ἡ θέση τοῦ Ἱεροψάλτου στή θεία Λατρεία.
Μέρος πρώτο: θεωρητικό
Ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἱεροψάλτου.
Μέ τή γενική καί καθολική ἔννοια τῆς λέξης προσωπικότητα εἶναι καί θεωρεῖται κάθε ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα, ὡς πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς «σύμμορφοι τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλιπ. 3,21). Ὑπό τήν ἔννοια ἑπομένως αὐτή ὀφείλουμε νά τιμοῦμε καί νά σεβόμαστε κάθε ἄνθρωπο. Αὐτό ἐξάλλου ἐκδηλώνεται, ὅταν ὁ ἱερεύς κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες θυμιᾶ κάθε ἕνα πιστό χωριστά, ἕνα - ἕνα, πρόσωπο πρός πρόσωπο.
Μέ τή στενή καί ξεχωριστή ἔννοια τῆς λέξης προσωπικότητα λέγεται καί θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού μέ τά χαρίσματα πού ἔλαβε ἀπό τό Δημιουργό του ἀποβαίνει ὠφέλιμος καί εὐεργετικός στούς συνανθρώπους του. Γι’ αὐτό συχνά μιλάμε γιά πνευματική προσωπικότητα, γιά θρησκευτική προσωπικότητα, γιά κοινωνική προσωπικότητα κ.λ.π.
Ὁ Ἱεροψάλτης εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, ἐκκλησιαστική προσωπικότητα, λόγῳ χαρίσματος καί θέσεως στή σύναξη τῶν πιστῶν κατά τή θεία Λατρεία. Εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». Τό ἱερό Ἀναλόγιο εἶναι τό «ὄρος» τῆς εὐθύνης καί τῆς διακονίας του.
Γιά τό λόγο αὐτό ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀπό παλιά ἐχει κατατάξει τόν Ἱεροψάλτη στήν κατηγορία τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἀνήκει στήν κατώτερη βαθμίδα τῶν κληρικῶν καί τόν καθιστᾶ στό ἔργο αὐτό μέ εἰδικές τελεστικές εὐχές χειροθεσίας καί μετά σχετικῆς καί κανονικῆς τριχοκουρίας. «Προσάγεται τῷ ἀρχιερεῖ... καί εὔχεται ἁγιασθῆναι τόν τελειούμενον καί μετά πάσης σοφίας τε καί συνέσεως ποιεῖσθαι τήν ἀνάγνωσίν τε καί μελέτην τῶν θείων λογίων» (Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, κεφ. ρνθ΄).
Ἐξάλλου σέ κάθε θεία λειτουργία καί ἐκκλησιαστική ἀκολουθία, στά αἰτήματα τῆς ἐκτενοῦς δεήσεως ἀναπέμπεται ξεχωριστή αἴτηση «ὑπέρ τῶν ψαλλόντων καί διακονούντων...». Αὐτό γίνεται, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, ὡς εὐλογητική ἀλλά καί εὐχαριστιακή ἀντίδοση γιά τήν προσφερόμενη διακονία στό ἱερό Ἀναλόγιο.
Εἰδικά, στήν ἀρχαῖα θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Μάρκου ὁ ψάλτης μνημονεύεται στήν κατηγορία τοῦ συνόλου τῶν κληρικῶν. Ἀκοῦμε: «σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις, διακόνοις, ὑποδιακόνοις, ἀναγνώσταις καί ψάλταις» (Συλλειτουργικόν Σιμωνόπετρας).
Στο πρωτοχριστιανικό κείμενο τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» ὁ ψάλτης δηλώνεται μέ τήν ὀνομασία τῶν «προφητῶν» (πρό + φημί), ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐξαγγελίας εἰς τόν λαόν διά τῶν ἀναγινωσκομένων καί ψαλλομένων ἱερῶν κειμένων τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ (Συλλειτουργικόν Σιμωνόπετρας).
Ἐπομένως, εἶναι ἔργο ἐκκλησιαστικῆς διακονίας καί ἀσκεῖται ὡς χάρισμα.
Στό ἴδιο πνεῦμα γράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή: «Αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων (δηλαδή τῶν πιστῶν) εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσίους δ, 11-12).
Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο γράφει: «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τήν τιμήν, ἀλλά καλούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ». Στή δέ πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τονίζει: «οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9,16).
Τιμή καί χάρισμα λοιπόν τό ψάλλειν. Δῶρο ἀγάπης. «Τί ἔχεις, ὅ οὐκ ἔλαβες, εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσαι;» (Ἀπόστολος Παῦλος). Εἶναι γραμμάτιο πρός ἐξόφληση στόν Δωρεοδότη. Εἶναι τάλαντο πρός ἀξιοποίηση. Ὁ Ἱεροψάλτης μέ τό λειτούργημά του γίνεται ἀσματικός θεολόγος καί κήρυκας εὐαγγελικῶν ρημάτων. «Εἰδώς ὅτι εὐαγγελιστοῦ τόπον ἐργάζεται», σημειώνει ὁ Κλήμης Ρώμης στίς Διαταγές.
Στή θεία Λατρεία ἵσταται ἐνδιάμεσος κλήρου καί λαοῦ. Εἶναι ἡ μεσότης. Εἶναι τό στόμα, τά χείλη τῶν πιστῶν, πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι διαχειρίζεται θεία ἐξουσία, πού ἄλλοι παραχώρησαν νά διαχειριστεῖ, μέ σύνεση, σοφία καί «φόβο Θεοῦ». «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Ὁ οε΄ κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου παραγγέλλει: «μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ, τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον». Καί μέ βάση τόν ἱερό κανόνα μποροῦμε ν΄ ἀντιληφθοῦμε, τί ἀξία μπορεῖ νά ἔχουν καί τί ἁμαρτία = σφάλμα μπορεῖ νά εἶναι ὅλος αὐτός ὁ ψαλτικός οἴστρος καί μεγαφωνικός κορυβαντιασμός τῶν πανηγύρεων.
Στίς εὐχές τῆς ἀκολουθίας τῆς θείας μεταλήψεως διαβάζουμε δύο προτάσεις πού πρέπει ἰδιαίτερα νά ὑπογραμμίσουμε. Ἡ μία εἶναι στήν εὐχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Κύριε, δίδαξόν με ἐπιτελεῖν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ σου». Καί ἡ ἄλλη στήν εὐχή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ρίζωσον τόν φόβον Σου ἐν τοῖς μέλεσί μου».
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά κάμω μιά οὐσιαστική καί σημαντική θεολογική παρατήρηση. Ἡ Θεία Λατρεία, στήν ὁποία ἐμεῖς οἱ Ἱεροψάλτες ἔχουμε κύριο καί πρωταρχικό ρόλο, εἶναι ὑπόθεση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὑπόθεση ὅλης τῆς σύναξης τῶν πιστῶν καί γίνεται στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐν τῷ σώματι Ἰησοῦ Χριστοῦ». Σῶμα Χριστοῦ εἶναι οἱ πιστοί καί ἡ χάρις Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔρχεται μόνο διά τῶν μυστηρίων, τά ὁποῖα τελοῦνται μόνο στήν Ἐκκλησία, δηλαδή στή σύναξη τῶν πιστῶν κατά τήν τέλεση τῶν Θείων μυστηρίων (θεία Λειτουργία, βάπτισμα, γάμος) καί τίς ἄλλες ἁγιαστικές τελετές.
Δυστυχῶς, στίς μέρες μας ὁ πολύς ὁ κόσμος βλέπει αὐτές τίς ἱερές τελετές ὡς τυπικό κοινωνικό γεγονός, καμιά φορά δέ καί ὡς κοινωνική ὑποχρέωση!
Ἡ «κατ’ οἶκον προσευχή», ἡ ἀτομική προσευχή στό σπίτι μας ἀποτελεῖ «ὁδόν ἀσκήσεως» γιά νά μπορέσουμε νά συμμετάσχουμε καί νά λάβουμε τή χάρι τοῦ Χριστοῦ στίς κοινές τῆς Ἐκκλησίας συνάξεις. «Ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν», λέει ὁ Κύριος. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ ἐρημίτες ἀσκητές τίς Κυριακές μετέβαιναν στό Κυριακό, δηλαδή στή σύναξη γιά νά λειτουργηθοῦν, νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί νά λάβουν χάρι καί δύναμη γιά νά συνεχίσουν τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ἄσκησης στήν ἔρημο.
Βέβαια, καί πάλι ὁ πολύς ὁ κόσμος, ἐπειδή δέν γνωρίζει τά πράγματα, δικαιολογεῖται καί λέει πώς τάχα δέν χρειάζεται νά πάει στήν Ἐκκλησία νά προσευχηθεῖ, πώς κάνει προσευχή στό σπίτι του. Ἔτσι ὅμως ἀποκόπτεται ἀπό τή χάρι τῶν μυστηρίων καί δέν ἁγιάζεται.
Ἀπ’ αὐτή τή θεολογική ἐπισήμανση, ἀντιλαμβάνεσθε τή σημασία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί παράλληλα τή θέση καί τό ἔργο πού καλεῖται νά ἐπιτελέσει ὁ Ἱεροψάλτης σ’ αὐτές τίς ἱερές καί φοβερές ὧρες τῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Ὁ μεγαλύτερος ὄγκος ὅσων ψάλλονται καί ἀναγινώσκονται στή Θεία Λατρεία ἀνήκει στόν Ἱεροψάλτη, ὅπως: τό Ψαλτήριον, οἱ ἀκολουθίες τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου, ὁ Πραξαπόστολος, ἡ σειρά τῶν δώδεκα (12) Μηναίων μέ τίς καθημερινές ἀκολουθίες τῶν ἑορταζομένων Ἁγίων, ἡ Παρακλητική, τό Τριώδιον, τό Πεντηκοστάριον κ.ἄ.
Γιά τό ὑψηλό αὐτό λειτούργημα καί τό κοπιῶδες ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτου κατά τήν διακονία του στό Ἱερό Ἀναλόγιο ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀπένειμε, ἀπό τά παλιά ἀκόμα χρόνια, στούς ψάλλοντας στόν πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό τιμητικά ὀφφίκια, ὅπως: τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου, τοῦ Ἄρχοντος Λαμπαδαρίου, τοῦ Ἄρχοντος Δομεστίκου Α΄ καί Β΄, τοῦ Κανονάρχου, τοῦ Ἀναγνώστου μέ διακριτά γιά τό καθένα καθήκοντα καί ὑποχρεώσεις. Ἡ τιμή αὐτή κατέρχεται ἀντιπροσωπευτικά σέ ὅλους τούς ψάλτες καί διακόνους τοῦ Ἱεροῦ Ἀναλογίου τῆς ἁπανταχοῦ ποιμαντικῆς δικαιοδοσίας τῆς Μ.τ.Χ.Ἐ.
Τό σημερινό φαινόμενο τῆς ἀπονομῆς πληθώρας ὀφφικίων στό ὄνομα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἄλλη ἀρχή καί αἰτιολογία. Δέν εἶναι τοῦ παρόντος ν’ ἀναφερθῶ. Ἕνα μόνο γνωρίζω: Κανείς ἀπό τούς παλιούς ὀνομαστούς πρωτοψάλτες στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπως ὁ Νηλέας Καμαράδος, ὁ Εὐστράτιος Παπαδόπουλος, ὁ Ἰωάννης Παλάσης, ὁ Μιχαήλ Χατζηαθανασίου καί ἄλλοι πολλοί, δέν ἔφεραν παρόμοιους τίτλους καί ὀφφίκια. Νά σημειώσω, ὅτι οἱ Κωνσταντῖνος Πρίγγος καί Θρασύβουλος Στανίτσας ποτέ δέν φοροῦσαν τό καλπάκι τοῦ Ἄρχοντος ἐκτός τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ.
Μέρος δεύτερο: πρακτικό.
Τά προσόντα καί τά χαρίσματα τοῦ Ἱεροψάλτου.
1) Ὁ Ἱεροψάλτης ὀφείλει νά κοσμεῖται ἀπό εὐσέβεια. «Μέγα τό τῆς εὐσεβείας κεφάλαιο», ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ», παραγγέλει ὁ οε΄ κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου γιά τούς Ἱεροψάλτες.
Εἶναι γνωστό ἐξάλλου τό χαριτωμένο στιχούργημα τοῦ Μανουήλ Χρυσάφου πού οἱ μικροί μαθητές ἀποστήθιζαν, ὅταν ξεκινοῦσαν νά μαθαίνουν Βυζαντινή μουσική:
«Ὁ θέλων μουσικήν μαθεῖν
καί θέλων ἐπαινεῖσθαι,
θέλει πολλάς ὑπομονάς
θέλει πολλάς ἡμέρας
τιμήν εἰς τόν διδάσκαλον
............
καί φόβον τοῦ Κυρίου».
2) Νά κοσμεῖται ὁ Ἱεροψάλτης μέ τό χάρισμα τῆς καλῆς φωνῆς. Νά ἔχει τό εὔλαλον καί τό εὔφωνον. Ἡ καλλιφωνία καί ἡ καθαρή ἄρθρωση εἶναι προσόντα ἀπαραίτητα γιά τόν Ἱεροψάλτη. Καί μέ τό δεδομένο μάλιστα ὅτι στήν ὀρθόδοξο Λατρεία μας δέν χρησιμοποιοῦνται μουσικά ὄργανα.
Λέγεται πώς κάποτε ρώτησαν τόν Κωνσταντῖνο Πρίγγο, τί χρειάζεται γιά νά γίνει κάποιος καλός Ψάλτης κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: «πρῶτον φωνή, δεύτερον φωνή καί τρίτον μυαλό». Καλά, Δάσκαλε, τοῦ εἴπαν, μουσική δέν χρειάζεται; Κι ἐκεῖνος πάλι ἀπάντησε: «Ἅμα ἔχεις καλή, σωστή φωνή καί μυαλό, τότε θά μάθεις καί μουσική καί θά προκόψεις ὡς Ψάλτης». Αὐτονόητο, ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἄρχοντα ὑποδηλώνει τό «συνετῶς ψάλατε».
Ἡ σωστή φώνησις τῶν ψαλλομένων πρέπει ν’ ἀπασχολεῖ τόν Ἱεροψάλτη σέ μόνιμη βάση. Νά προσπαθεῖ συνεχῶς νά βελτιώνεται, καί μέ τήν προϋπόθεση, μάλιστα, ὅτι ἡ ψαλμωδία ἀποτελεῖ τό ἔνδυμα τοῦ προσευχητικοῦ λόγου, τῶν ὕμνων, δηλαδή, μέ τούς προσεύχονται οἱ πιστοί. Ἡ ψαλμωδία εἶναι τό μέσον, τό ὄχημα, πού θά διευκολύνει τούς πιστούς νά προσευχηθοῦν. Γιά τό λόγο αὐτό δέν πρέπει ν’ ἀναδεικνύεται ἡ μελωδία σέ βάρος τῆς ἔννοιας τοῦ λόγου, τοῦ ὕμνου. Ἡ ψαλμωδία εἶναι μελοποιημένος λόγος.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε στό σημεῖο αὐτό νά κάμω μιά παρατήρηση, πού πρέπει νά μήν ξεχνάμε ὥστε νά μήν δημιουργοῦνται τυχόν παρεξηγήσεις σχετικά μέ τή σύγκριση Εὐρωπαϊκῆς καί Βυζαντινῆς μουσικῆς.
Ἡ Δυτική, ἡ λεγόμενη Εὐρωπαϊκή κλασσική μουσική ἔχει σκοπό καί κυρίαρχο στοιχεῖο της τήν πολυφωνική ἐναρμόνιση τῆς μελωδίας. Ἀπευθύνεται στήν καλλιέργεια καί τήν ὑποταγή τῶν αἰσθήσεων. Ἡ Βυζαντινή Ἐκκλησιαστική μουσική ὅμως εἶναι μονοφωνική, χορική καί ὄχι ἁρμονική καί ἀπευθύνεται στό νοερόν τῆς καρδίας. Εἶναι συνδεδεμένη καί ὑπηρετεῖ τόν προσευχητικό λόγο, δεδομένου μάλιστα ὅτι γεννήθηκε, καλλιεργήθηκε καί ἀναπτύχθηκε μέσα στήν ἑλληνόφωνη Ἀνατολή, ὅπου ὁ λόγος ὑπερτερεῖ ὡς πρωταρχικό στοιχεῖο. Τά λεγόμενα ἰσοκρατήματα δέν ἀποτελοῦν ἁρμονικά στοιχεῖα, ἀλλά βοηθητικά τῆς μελωδίας, βαστάζουν δηλαδή τή μελωδία. Γιά τό λόγο αὐτό παλιά οἱ ἰσοκράτες λέγονταν βαστακτῆδες.
3) Νά ἔχει σπουδάσει τή Βυζαντινή Ἐκκλησιαστική μουσική καί συνεχῶς νά μελετᾶ καί νά βελτιώνεται. Ἡ θητεία του στό Ἀναλόγιο κοντά σέ παλαιούς καί πεπειραμένους Ψάλτες θά τόν βοηθήσει πολύ.
4) Νά ἔχει ἐντρυφήσει στό ὕφος καί στό ἦθος τῆς Πατριαρχικῆς ψαλτικῆς παράδοσης, «ὅπως αὐτή ἐπί αἰῶνες ζηλοτύπως διατηρεῖται στόν πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό» (Κων. Πρίγγος).
Ὁ οε΄ κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου παραγγέλει ρητά καί κατηγορηματικά: «Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων, ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον».
Ἑπομένως, ἡ ἱερή ψαλμωδία ὡς προκύπτει ἐκ τοῦ προορισμοῦ της εἶναι καί παραμένει λειτουργική τέχνη.
5) Νά εἶναι φιλακόλουθος καί «ἐν ταῖς Κυριακαῖς συνόδοις πρῶτος σύνδρομος... εἰδώς ὅτι Εὐαγγελιστοῦ τόπον ἐργάζεται» (Διαταγές Κλήμεντος Ρώμης).
6) Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ὁ Ἱεροψάλτης πρέπει νά εἶναι πρόσωπο πού θ’ ἀπολαμβάνει κοινωνικῆς ἀποδοχῆς. Νά κοσμεῖται μέ βίο ἀνεπίληπτο. Παράλληλα νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τήν «ἐν Χριστῷ ζωή» τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς μετοχῆς του στά ἱερά μυστήρια. Ἡ κατά Θεόν ἱερή ψαλμωδία εἶναι καρπός πνευματικότητας, ὅπως τή βίωσαν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ ἱεροί Ὑμνογράφοι, πού ὑπῆρξαν ἄνθρωποι μέ βαθιά θρησκευτικότητα, γι’ αὐτό καί πολλοί ἁγίασαν (Ἰωάννης Κουκουζέλης, Κοσμᾶς ὁ μελωδός κ.ἄ.).

Ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτου.
Ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτου εἶναι νά συμβάλλει μέ ὅλο τό εἶναι του, δηλονότι, τήν ψαλμωδία του, τή στάση του, τίς κινήσεις του, τήν παράστασή του πάνω στό ἱερό Ἀναλόγιο στήν κατά Θεόν εὐάρεστη τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Συγκεκριμένα:
1. Μέ τόν τόνο καί τήν ἐκφορά του μελωδικοῦ προσευχητικοῦ λόγου ἐμπνέει καί κινεῖ τίς ψυχές τῶν πιστῶν, ἀναλόγως καί μέ τό περιεχόμενο τῶν ὕμνων, στήν κατάνυξη, τή μετάνοια, τήν εὐχαριστία, τή δοξολογία καί τή λαμπρότητα τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπαιτεῖται νά ἔχει καλλιεργήσει τήν ἀρετή τῆς διάκρισης εἰς τό ψάλλειν. Εἶναι ὁ προεξάρχων τῆς συνάξεως, τρόπον τινά, ὁ μαέστρος καί τεχνίτης πού πρέπει νά διαισθάνεται καί νά εἰσέρχεται στήν ψυχή τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν καί ἀναλόγως νά διεγείρει τά ψυχικά τους αἰσθήματα.
Τό φαινόμενο τῶν ἄκριτων καί αὐτάρεσκων φωνασκιῶν, τό «βοαῖς ἀτάκτοις» (κανών οε΄ τῆς ἐν Τρούλλῳ) μέ τή βοήθεια μάλιστα σήμερα τῶν ἰσχυρῶν μεγαφωνικῶν ἐγκαταστάσεων, ὁδηγεῖ τό ἐκκλησίασμα στήν ἀναζήτηση ἔξω τῆς πόλεως μικρῶν Ναῶν καί μοναστικῶν Ἡσυχαστηρίων μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ δέν θά ἔχει εἰσχωρήσει ἀκόμα ἡ ἐπιδημική ἀσθένεια τῆς μεγαφωνομανίας.
Ἀναφέρθηκα λίγο παραπάνω στό μεγάλο κίνδυνο στόν ὁποῖο μπορεῖ νά ἐκτραποῦμε ἐμεῖς οἱ Ἱεροψάλτες. Εἶναι τό πάθος τῆς αὐταρέσκειας. Δηλαδή, νά μᾶς ἀρέσει καί νά αὐτοκολακευόμαστε ν’ ἀκοῦμε τήν καλή μας φωνή. Αὐτό, ὅπως καταλαβαίνετε, εἶναι ἔξω ἀπό τό πνεῦμα καί τήν ἱερότητα τῆς θείας Λατρείας, πού ὑπηρετοῦμε. Ἡ αὐταρέσκεια εἶναι παιδί τῆς φιλαυτίας, τῆς ἀνθρωπαρέσκειας καί ἐγγόνι τοῦ ἐγωισμοῦ. Γι’ αὐτό ἀκοῦμε νά λέγεται συχνά ἀπό τόν κόσμο: «οἱ ψάλτες εἶναι ἐγωιστές». Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὀνόμαζε τόν ἐγωισμό τοῦ Ψάλτη «ἀσθένεια τοῦ ὕψους», ἐπειδή στέκεται ψηλά στό ἀναλόγιο καί ξεχωρίζει. Βέβαια, ἡ αὐταρέσκεια, ὅπως καί ὅλα τά παράγωγα τοῦ ἐγωισμοῦ, εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι μεθοδίες καί παγίδες πού μᾶς στήνει ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά δοξολογοῦμε τό Θεό μέ ταπείνωση καί εὐλάβεια.
Θ’ ἀναφερθῶ σ’ ἕνα περιστατικό πού συνέβηκε πρίν λίγα χρόνια στό Ἅγιο Ὄρος. Δύο φίλοι προσκυνητές καί ἐπισκέπτες τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους πήγαν γιά πνευματική ὠφέλεια νά μείνουν λίγες μόνο μέρες στά Καυσοκαλύβια, ἐκεῖ ὅπου εἴχαν κάποιο γνωστό Γέροντα. Ἀκολουθοῦσαν τό πρόγραμμα τῆς Καλύβης κανονικά. Τήν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ ὁ Γέροντας τούς εἶπε νά τόν διαβάσουν χῦμα καί νά μήν ψάλλουν τά τροπάρια. Αὐτοί, ἐπειδή εἴχαν κάποια γνώση ἀπό ψαλτική, τοῦ εἶπαν: «Γέροντα, ἐμεῖς ξέρουμε αὐτά νά τά ψάλλουμε». Ἦταν ἀπό τά συνηθισμένα καί γνωστά προσόμοια. Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Καλά, παιδιά μου, ἀλλά ἐπειδή ἐδῶ στήν ἔρημο καραδοκεῖ ὁ Διάβολος νά σέ πιάσει ἀπό τήν αὐταρέσκεια, δηλαδή τί καλά πού τά ψέλνω, εἶναι προτιμότερο καί ἀσφαλέστερο νά τά διαβάζουμε».
Τώρα, ἀκοῦστε καί μιά ἄλλη περίπτωση. Κάποιοι νέοι προσκυνητές ἐπισκέφτηκαν, μεταξύ ἄλλων στό Ἅγιο Ὄρος, καί τό Γέροντα Ἅγιο Παΐσιο. Στ’ ἄλλα πού εἶπαν μαζί του, τόν ρώτησαν καί τοῦτο: «Γέροντα, πῶς πρέπει νά ψάλλουμε; ὅσο καλά μποροῦμε ἤ ν’ ἀποφεύγουμε;». Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Νά ψέλνετε ὅσο καλά μπορεῖτε, ἀλλά μέ ταπείνωση».
2. Ὁ Ἱεροψάλτης κατά τήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ἐπάνω στό Ἱερό Ἀναλόγιο ὀφείλει νά γνωρίζει , νά σέβεται καί νά τηρεῖ τήν παράδοση. Παράδοση εἶναι ὅ,τι παραδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Ξενικές καί ἀνοίκειες μελωδίες δέν ἔχουν θέση στήν Ὀρθόδοξο θεία λατρεία μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι κατηγορηματικός: «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις». Κάθε παρέκκλιση συνιστᾶ παρακοή στή ζωντανή παράδοση τόσων αἰώνων μέ ὅλες τίς συνέπειες... Εὐτυχῶς, ὁ ἀγαθός Θεός ἐπέτρεψε στή σύγχρονη τεχνολογία καί ἔχουν ἐφευρεθεῖ τά μαγνητόφωνα καί πολλά ἄλλα μέσα, ὁπότε μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα ν’ ἀκούσουμε τούς παραδοσιακούς Ψάλτες καί νά διασωθεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ γνήσια ψαλτική παράδοση μέ τά φωνητικά ἀκούσματα πού ἔχουμε.

Ἡ θέση τοῦ Ἱεροψάλτου.
1. Ὁ Ἱεροψάλτης μέ τήν ξεχώριστη καί τιμητική θέση πού παίρνει ἐπάνω στό Ἀναλόγιο γίνεται πρόσωπο ὑπεύθυνο καί πρότυπο σέ ὅλα. «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν» παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι θέλει καί ὁ λαός τόν κάθε ἀξιωματοῦχο καί χαρισματοῦχο μέσα στήν Ἐκκλησία.
          Ἤδη ἀπό τά πρώτα χριστιανικά χρόνια, οἱ «Διαταγές» τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης ἀπαιτοῦν ὁ Ἀναγνώστης καί ὁ Ἱεροψάλτης νά εἶναι δοκιμασμένος καί γνωστός στή σύναξη τῶν πιστῶν. Νά εἶναι πρόσωπο μέ σύνεση, μέ καλούς τρόπους στή συμπεριφορά του, ὑπάκουος καί καλόγνωμος καί μέ μεγάλη προθυμία νά τρέχει στήν πρωινή Κυριακάτικη σύνοδο. Νά ἔχει καλή φωνή, πού ν’ ἀκούγεται εὐχάριστα ἀπό τούς πιστούς. Δηλαδή νά ψέλνει καί νά διαβάζει καθαρά τά ἱερά γράμματα. Νά λογαριάζει τόν ἑαυτό του πώς εἶναι στόν τόπο τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ. Ἄνθρωποι πού εἶναι συκοφάντες, μέθυσοι, αἰσχρολόγοι, ἄφρονες καί ἀνήθικοι δέν ἔχουν θέση στό Ἱερό Ἀναλόγιο.
          «Ἀναγνώστης καθιστανέσθω πρῶτον δοκιμῇ δεδοκιμασμένος, μή γλωσσοκόπος, μή μέθυσος, μηδέ γελωτολόγος, // εὔτροπος, εὐπειθής, εὐγνώμων, ἐν ταῖς κυριακαῖς συνόδοις πρῶτος σύνδρομος, εὐήκοος, διηγηματικός, εἰδώς ὅτι εὐαγγελιστοῦ τόπον ἐργάζεται». (Αἱ διά Κλήμεντος Ρώμης Διαταγαί, 2).
2. Ἀπό τή θέση πού κατέχει ὁ Ἱεροψάλτης γίνεται ὑπόδειγμα καί συχνά οἱ ἐκκλησιαζόμενοι πιστοί ἀκολουθοῦν καί ἀντιγράφουν ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του, π.χ. πώς καί πότε κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ (†).
Ὁ Ἱεροψάλτης πρέπει νά κάνει τό Σταυρό του μέ εὐλάβεια, ἀργά καί καθαρά. Νά σημειώνει τά τέσσερα σημεία πάνω στό σῶμα του καί τοῦτο ἀφ’ ἑνός γιά νά ἔχει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Σταυροῦ, ἀφ’ ἑτέρου γιατί τό ἐκκλησίασμα παρακολουθεῖ καί βλέπει ὅλες τίς κινήσεις του καί ἀναλόγως πράττει καί αὐτό. Εἶναι θά λέγαμε μιά σιωπηλή κατήχηση, ἕνα κήρυγμα ἡ ὅλη συμπεριφορά τοῦ Ἱεροψάλτη ἐπάνω στό Ἀναλόγιο. Πρέπει νά μή ξεχνάμε ὅτι μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ (†) ὁμολογοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα (Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα) καί ὁλόκληρο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου μας, προσκυνοῦμε τό πάθος καί τήν ἀνάστασή Του μέ τό ὁποῖο ἔσωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα. Μέ λίγα λόγια τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ (†) εἶναι ἡ ἐν σχήματι ἐπιτομή ὅλης τῆς Χάριτος πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἐνανθρώπιση καί τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου μας.
3. Ὁ Ἱεροψάλτης πρέπει νά στέκεται ὄρθιος καθ’ ὅλη τήν ἀκολουθία καί σπάνια νά κάθεται λίγο γιά νά ξεκουραστεῖ. Τό φαινόμενο νά κάθεται εὐκαίρως - ἀκαίρως, κάθε λίγο καί λιγάκι, ἤ αὐτό πού παρατηρεῖται καμιά φορά, τήν ὥρα πού ψάλνει ὁ ἕνας ψάλτης, ὁ ἄλλος θεωρεῖ καλό καί θεμιτό ὅτι μπορεῖ νά κάθεται καί τό ἀντίστροφο, εἶναι ἀπαράδεκτο.  Αὐτό φανερώνει ὄχι μόνο ἀνευλάβεια πρός τά τελούμενα, ἀλλά καί ἀγγαρεία πρός τό ἔργο πού ἐπιτελεῖ.
Θά πρέπει ν’ ἀποκτήσουμε ὅλοι οἱ πιστοί τή γνώση ὅτι ἡ θεία Λατρεία εἶναι ἀγωνιστική μέ πνεῦμα ἀγάπης καί θυσίας. Εἶναι ἔμπονη (ἐν + πόνος = κόπος). Εἶναι κοπιαστική. Κάθε χριστιανός μέ τήν ὀρθοστασία, τήν ἀγρυπνία καί τό σωματικό καί πνευματικό κόπο συμμετέχει βιωματικά στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγωνία τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἄν ἀπό τίς ἱερές ἀκολουθίες ἀφαιρεθεῖ κάθε ἀσκητικό πνεῦμα καί κάθε ἔννοια θυσίας καί ὑποπιασμοῦ τοῦ σώματος, ἡ συμμετοχή μας στή θεία Λατρεία χάνει τήν πνευματική της διάσταση καί κινδυνεύει νά μετατραπεῖ σέ μιά εὐσεβιστική παράσταση. Τό σημερινό φαινόμενο νά εἶναι κατάμεστοι οἱ Ναοί ἀπό καθίσματα ἀποπνέει ἕνα πνεῦμα ἀνέσεων καί εὐκολιῶν, πού ἔχουμε μάθει ν’ ἀπολαμβάνουμε σέ κοινωνικές καί κοσμικές συνάξεις, ὅπου συμμετέχουμε. Οἱ μεγάλων διαστάσεων ἱεροί μας Ναοί, ἀλλά καί οἱ μικρότεροι, ὅπως εἶναι κατάμεστοι ἀπό τά καθίσματα, δίνουν τήν αἴσθηση αἴθουσας καί προέρχεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τό γενικότερο πνεῦμα ἀνέσεων καί εὐκολιῶν πού ἀπαιτοῦμε ἀκόμα καί στήν ἐπικοινωνία μας στήν προσευχή, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τούς Δυτικοῦ τύπου ναούς μέ τά γνωστά θρανιόμορφα καθίσματα.
Στήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας μας ὁ κυρίως Ναός δέν καταλαμβάνεται ἀπό τά καθίσματα, παρά μόνο στούς πλαϊνούς τοίχους τοποθετοῦνται τά λεγόμενα στασίδια γιά ὀλιγόλεπτη ξεκούραση, κυρίως γιά ἠλικιωμένα καί εὐπαθῆ ἄτομα.
Στά καθολικά τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί γενικά στά μοναστήρια, τό φαινόμενο αὐτό εἶναι ἄγνωστο. Στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶδα μοναχούς νά στέκονται ὄρθιοι καί ἀκίνητοι πολλές ὧρες καί τό προσωπό τους νά ἀλλοιώνεται «τήν καλήν ἀλλοίωσιν» ἀπό τήν κόπωση καί τόν ὑποπιασμό τῆς ὀρθοστασίας.
Γιά τόν Ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη διαβάζουμε, ὅτι στίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες παρέμεινε ὄρθιος καθ’ ὅλη τήν ἀκολουθία. Τό ἴδιο ὁ Γέροντας Ἅγιος Παΐσιος, ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὅτι στή θεία Λειτουργία δέν ἔπιανε ποτέ στασίδι. Παρακολουθοῦσε ὄρθιος ὅλη τή θεία Λειτουργία. Κι ὅταν τελευταία ἦταν ταλαιπωρημένος ἀπό τόν καρκίνο, καί πάλι στή θεία Λειτουργία δέν καθόταν.
Ὕστερα ἀπό αὐτά ὁ Ἱεροψάλτης ὀφείλει νά στέκεται σάν λαμπάδα ἀναμμένη ἐπάνω στό Ἀναλόγιο καί μέ πολύ δισταγμό καί διάκριση νά κάθεται λίγο γιά νά πάρει δυνάμεις νά ψάλλει. Χρειάζεται νά γνωρίζει, γιά παράδειγμα, καί πότε νά κατέρχεται ἀπό τό στασίδι: ὅπως στήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, στό Ἄξιον ἐστί, τήν Τιμιωτέρα. Καλόν εἶναι νά γνωρίζει ἀκόμα ὅτι τόν ἑξάψαλμο τόν ἀναγινώσκει κάτω ἀπό τό στασίδι του καί κανείς δέν πρέπει νά κάθεται, γιατί τήν ὥρα αὐτή συμβολίζεται ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἐξ ἄλλου στό Μέγα Ὡρολόγιο σημειώνεται ἐπί λέξει: «ἀρχόμεθα τοῦ ἑξαψάλμου πάσῃ σιωπῇ καί κατανύξει, ἀκροώμενοι∙ ὁ δέ ταχθείς ἀδελφός ἤ ὁ προεστώς μετ’ εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ ἀναγινώσκει».
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε στό σημεῖο αὐτό νά κάμω καί πάλι μιά ἁπλή παρατήρηση. Κάποιοι, νέοι κυρίως συνάδελφοι, ἔχουν τήν καλή καί ἀγαθή προαίρεση τήν ὥρα πού ψέλνουν νά κρατοῦν κι ἕνα κομποσχοίνι, καμιά φορά καί ἐκατοστάρι, τό ὁποῖο κρέμεται στό ἕνα τους χέρι. Αὐτό δέν ἔχει θέση στό δικό μας ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτη. Τό κομποσχοίνι ἔχει μεγάλη ἀξία καί ξεχωριστά ἰδιαίτερη βαρύνουσα σημασία γιά τούς μοναχούς. Ἀποτελεῖ μέσο γιά νά πραγματοποιήσουν τό μοναχικό τους «Κανόνα». Τό νά κρέμεται στό χέρι τοῦ Ψάλτη τήν ὥρα πού ψέλνει, δέν βλέπω τό λόγο. Ὑπάρχει ἀπεναντίας καί ὁ κίνδυνος νά προδίδει φαρισαϊσμό. Ὁποιαδήποτε πνευματική μας κατάσταση καί ἄσκηση καί προκοπή, πρέπει νά γίνεται «ἐν κρυπτῷ», κατά τό πνεῦμα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί «ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ... ὁ ἑτάζων νεφρούς καί καρδίας ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ». Εἶναι σωφροσύνη νά κρύβουμε ὁποιαδήποτε πνευματική κατάσταση. Ἡ ἀφάνεια στήν πνευματική ζωή, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, εἶναι καί πνευματική ἀρχοντιά. Μήπως τό ἴδιο δέν ἔκανε ὁ Κύριός μας; Πόσες φορές ἔλεγε τό «μηδενί μηδέν εἴπεις»; Σέ κανένα νά μήν πεῖς τό καλό πού σοῦ ἔκανα.
4. Ὁ Ἱεροψάλτης πρέπει νά ἀνεβαίνει στό Ἀναλόγιο καθαρός, ξυρισμένος καί καλά ντυμένος. Αὐτό πού ἐννοεῖ ὅλος ὁ κόσμος Κυριακάτικο ντύσιμο. Τό φαινόμενο νά προσέρχεται ὁ Ἱεροψάλτης νά ψάλλει μέ τό πουκάμισο ἔξω, καί γενικά ἀτημέλητος, τόν ἀπαξιώνει καί ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ λαοῦ στίς συνάξεις, ἀλλά καί ὡς πρόσωπο. Οἱ παλαιοί Ψάλτες ντύνονταν «Ἄρχοντες» γιά νά τιμήσουν τήν ἀξία πού τούς ἔδινε τό Ἀναλόγιο. Μοῦ ἔλεγε φίλος μου πώς ὅταν ἦταν μικρό παιδί στήν Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν δίπλα στόν Ἰάκωβο Ναυπλιώτη ὡς κανονάρχης: «Ὁ Ἄρχων πρωτοψάλτης, ὅταν ἔβλεπε τά παιδιά νά ἀνεβαίνουν στό Ἀναλόγιο μέ λασπωμένα παπούτσια, γιατί εἶχε λασπόδρομο ἔξω ἀπό τό Πατριαρχεῖο, τούς ἔδινε λίγα κέρματα νά πάνε ἔξω νά τούς γυαλίσουν τά παπούτσια οἱ ἄνθρωποι μέ τά κασελάκια, οἱ λούστροι πού κάθονταν γιά τή δουλειά αὐτή. Ἤθελε στό Ἀναλόγιο τά παιδιά νά ἀνεβαίνουν καθαρά καί χτενισμένα».
Εἶναι αὐτονόητο πώς ὁ Ἱεροψάλτης πρίν ἀνεβεῖ στό Ἀναλόγιο πρέπει νά φοράει τό ράσο του καί νά παίρνει εὐχή ἀπό τόν ἱερουργούντα Ἱερέα. Σέ καμιά ἀκολουθία δέν πρέπει νά παραλείπει νά φοράει τό ἔμβλημα τοῦ διακονήματός του, δηλαδή τό ράσο.
5. Θεωρῶ, ἀγαπητοί συνάδελφοι, περιττό ν’ ἀναφερθῶ σέ μιά ἀρετή πού πρέπει νά κοσμεῖ κάθε συνάδελφο Ἱεροψάλτη· πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς φιλοξενίας στό Ἀναλόγιο. Ἡ ἐπίσκεψη συναδέλφου στό Ἀναλόγιό σου εἶναι τιμή καί πρέπει νά τήν ἀνταποδώσεις μέ τή φιλοξενία. «Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι». Οἱ νέοι συνάδελφοι, τά νέα παιδιά, πού ἀνέρχονται στό Ἀναλόγιο, νά παραχωροῦν πρόθυμα τή θέση τους στούς παλαιούς Ψάλτες. Αὐτό ἀπαιτεῖ ὁ σεβασμός καί ἡ εὐγένεια. Κάποτε θά γίνουν καἰ αὐτοί ἡλικιωμένοι Ψάλτες, φορτωμένοι μέ τά χρόνια καί τήν πεῖρα τοῦ Ἀναλογίου.

Φίλοι, συνδιάκονοι τοῦ Ἱεροῦ Ἀναλογίου,
Τελειώνω, μέ τήν παρότρυνση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἕκαστος μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτοῦ σωτηρίαν κατεργαζέτω», ὅπως καί μέ τό μήνυμα τοῦ ὕμνου πού μᾶς δίνει ὁ Οἶκος ἀπό τό Συναξάρι τῆς 29ης Ἰουνίου, ἑορτῆς τῶν πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου: «Τράνωσόν μου τήν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τό στόμα, καί πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τήν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καί ἅ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γάρ ποιῶν καί διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐάν γάρ λέγω μή πράττων, ὡς χαλκός ἠχῶν λογισθήσομαι. Διό λαλεῖν μοι τά δέοντα, καί ποιεῖν τά συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τά ἐγκάρδια». Ἀμήν!