Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Χριστοφόρεια 2023

 αναλυτικό πρόγραμμα των εορταστικών και λατρευτικών εκδηλώσεων των Α’ Χριστοφορείων 2023:

 

ΤΡΙΤΗ 2 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 18.30: Επίσημη υποδοχή της Εφεστίου Ιεράς Εικόνος Παναγίας Ξενιάς, εκ της ομωνύμου Ιεράς Μονής Παναγίας Κάτω Ξενιάς, της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού,  στα προπύλαια του νέου Ιερού Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου, υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. κ. Δαμασκηνού.

Ώρα 18.45: Τέλεση Δοξολογίας.

Ώρα 19.00: Μέγας Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. κ. Δαμασκηνού.

Ώρα 21.00: Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Αγιασμός.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ώρα 18.00: Ακολουθία του Εσπερινού.

Ώρα 19.00: Εκδήλωση προς τιμήν γηραιών κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Την εκδήλωση θα διανθίσουν ύμνοι, τους οποίους θα αποδώσει η χορωδία του Συλλόγου Ιεροψαλτών Αγρινίου «ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ», υπό την διεύθυνση του Πρωτοψάλτου κ. Κωνσταντίνου Λανάρα.

Ώρα 21.00: Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου.

 

ΠΕΜΠΤΗ 4 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ώρα 17.00: Τέλεση Ιερού Μυστηρίου του Ευχελαίου.

Ώρα 20.00: Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ειρήνης και του Οσίου Πατρός ημών Εφραίμ του εν Μάκρη. Πέρας Αγρυπνίας ώρα 01:00.

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ώρα 18.00: Ακολουθία του Εσπερινού.

Ώρα 19.00: Παρουσίαση βιβλίου με τίτλο «Ζώσα φωνή Ζωοποιού Λόγου» – Απάνθισμα Ομιλιών του Μακαριστού Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κυρού Κοσμά. Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Την εκδήλωση θα διανθίσουν ύμνοι, τους οποίους θα αποδώσει η Βυζαντινή Χορωδία Αγρινίου, υπό την διεύθυνση του Πρωτοψάλτου κ. Ανδρέα Λανάρα.

Ώρα 21.00. Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου.

 

ΣΑΒΒΑΤΟ 6 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.

Ώρα 18.00: Ακολουθία του Αναστάσιμου Εσπερινού.

Ώρα19.00: Ομιλία από τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεμιστοκλή Μουρτζανό, Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, με θέμα: «Η οικογένεια στην μετά-COVID πραγματικότητα».

Ώρα 21.00: Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου και της Θείας Μεταλήψεως.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Αναστάσιμος Όρθρος καί Θεία Λειτουργία. Θα προστεί και θα κηρύξει τον θείο λόγο ο Πανοσιολογιώτατος Πρωτοσύγκελλος της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης π. Θεόκλητος Ράπτης.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία  Θεοτόκο.

Ώρα 18.00: Ακολουθία του Εσπερινού.

Ώρα 19.00: Ομιλία από τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ευάγγελο Παπανικολάου, Θεολόγο, Ιατρό και Ιεραπόστολο, με θέμα: «Τεκνία αγαπάτε αλλήλους».

Ώρα 21.00: Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου.

 

ΔΕΥΤΕΡΑ 8  ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος και Θεία Λειτουργία.

Ώρα 12.00: Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία  Θεοτόκο.

Ώρα 19.00: Μέγας Πανηγυρικός Πολυαρχιερατικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος στον νέο Ιερό Ναό, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου κ. κ. Βαρθολομαίου και συγχοροστατούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Δημητριάδος και Αλμυρού κ. κ. Ιγνατίου και του Ποιμενάρχου ημών Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. κ. Δαμασκηνού.

(Ώρα 19.00: Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος και στον παλαιό Ιερό Ναό).

Ώρα 20.00: Παράσταση παιδικών χορευτικών τμημάτων στο Αθλητικό Κέντρο Δύο Ρεμάτων.

 

ΤΡΙΤΗ 9 ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος και Πανηγυρική Πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Δημητριάδος και Αλμυρού κ. κ. Ιγνατίου, Πολυανής και Κιλκισίου κ. κ. Βαρθολομαίου και του Ποιμενάρχου ημών Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. κ. Δαμασκηνού.

(Ώρα 07.00: Όρθρος και Θεία Λειτουργία και στον παλαιό Ιερό Ναό).

Ώρα 18.00: Μεθεόρτιος Εσπερινός και Λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως του Αγρινίου.

Ώρα 21.30: Αναβίωση του εθίμου «πέταγμα του αερόστατου».

 

ΤΕΤΑΡΤΗ 10  ΜΑΪΟΥ 2023

Ώρα 07.00: Όρθρος, Θεία Λειτουργία και Κτητορικό Μνημόσυνο.

Ώρα 11.00: Αναχώρηση της Ιεράς Εικόνος.

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

εκδημία Μιχαήλ Οικονόμου

 Μέσα στην πασχάλια περίοδο η ιεροψαλτική κοινότητα της περιοχής μας προέπεμψε στον ουρανό ένα εκλεκτό μέλος της, τον Μιχαήλ Οικονόμου. Μετά τις σπουδές του στη θεολογική και φιλοσοφική σχολή, διορίστηκε καθηγητής στην μέση εκπαίδευση, φθάνοντας μάλιστα στο βαθμό του γυμνασιάρχη.

Όσον αφορά τη διακονία του στο αναλόγιο, ο μεταστάς αξιώθηκε λιπαρής μουσικής παιδείας, εξασκώντας το λειτούργημα του ιεροψάλτου με σοβαρότητα, μεγάλη αγάπη στους νέους και όλους τους συναδέλφους. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου ιεροψαλτών Αγρινίου το έτος 1980, οργάνωσε και συμμετείχε σε πολλές εκδηλώσεις - συναυλίες, ζητούσε πάντα την διαρκή επιμόρφωση των ιεροψαλτών και κατέβαλλε προσπάθειες προς τούτο, ιδιαίτερος ήταν ο σεβασμός του προς την μουσική παράδοση και τάξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνέστησε δική του χορωδία κατά καιρούς η οποία απέδιδε ύμνους και παραδοσιακά τραγούδια με επιτυχία, βοήθησε στην έκδοση μουσικών βιβλίων, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του συλλόγου μας και πρόεδρος αυτού.

Λυπούμαστε κατ' άνθρωπον που χάνουμε από ανάμεσά μας έναν τέτοιο ικανό άνθρωπο, όμως ζητούμε το έλεος του Θεού για τον μακαριστό Μιχαήλ Οικονόμου, γνωρίζουμε δε ότι πολύ πρόσεχε την πνευματική του ζωή και ζούσε με ελπίδα αναστάσεως, άλλωστε γνώρισε υπεύθυνα τη θεολογία της Εκκλησίας μας και διακόνησε και το θείο κήρυγμα. Ολοκληρώνουμε την αναφορά μας με ένα απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά προς την μοναχή Ξένη (Φιλοκαλία Δ΄, 249).

<Όπως ακριβώς ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος εξαιτίας της άμετρης φιλανθρωπίας Του, πέθανε ως προς τη σάρκα, η οποία χωρίστηκε προσωρινά από την ψυχή της, όχι όμως από τη θεότητα, και ανέστησε το σώμα Του και το ανέβασε στον ουρανό με όλη τη δόξα Του, έτσι κι εμείς οι πιστοί, όταν πεθάνουμε και χωριστούμε από τα σώματά μας, δεν πρόκειται να χωριστούμε από το Θεό. Κατά τη γενική ανάσταση θα πάρουμε τα σώματά μας και θα πλησιάσουμε τον Θεό με ανεκλάλητη χαρά, για να είμαστε πάντοτε μαζί Του. Πρόδρομός μας υπήρξε ο αναστάς Ιησούς>.

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

ποτέ χωρίς δάκρυα...

 Στις 16 Απριλίου τιμάται η μνήμη του Αγίου Αμφιλοχίου της Πάτμου (1889 - 1970). Με την ευκαιρία αυτή αντιγράφουμε ορισμένες συμβουλές - εμπειρίες του, όπως καταγράφονται σε άρθρο του νεανικού περιοδικού "προς τη νίκη".


 

- Γιατί, Γέροντα, κλαίτε στη θεία Λειτουργία;

- Δεν βλέπεις, παιδί μου, τις φλόγες που περικυκλώνουν την Αγία Τράπεζα;

Ήθελε πάντοτε οι πιστοί χριστιανοί να συμμετέχουν με συναίσθηση και κατάνυξη στις ιερές Ακολουθίες. Έλεγε στις μοναχές της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Πάτμου, τις οποίες καθοδηγούσε: "Μη βιάζεστε στα ψαλτήρια και στους ύμνους, σαν να σάς κυνηγούν... Πιο αργά να ψάλλετε, για να συμμετέχει και η καρδιά σας σε ό,τι λέτε. Εγώ ήθελα να κλαίτε, όταν ψάλλετε...". Και συμπλήρωνε την εξής προσωπική του εμπειρία:

"Όταν ήμουν νέος, το 1918, πήγα στη ρωσική εκκλησία των Αθηνών, για να εκκλησιαστώ. Δίπλα μου στάθηκε μια μεσόκοπη μητέρα με το παιδί της. Και οι δύο κρατούσαν μαντήλι στο χέρι τους. Ρώτησε το παιδί:

- Μάνα, γιατί οι Έλληνες δεν βαστούν μαντήλι στην εκκλησία; Γιατί δεν κλαίνε;

- Γιατί, παιδί μου, δεν ένιωσαν τι είναι η θεία Λειτουργία και τι μάς προσφέρει".

Ο όσιος Αμφιλόχιος ζούσε τη θεία Λατρεία με ένα μοναδικό τρόπο. Ομολογούσε: "Κάθε φορά που λειτουργώ, μού φαίνεται πώς είναι πρώτη και μοναδική φορά. Μάς το έλεγε και ο πατήρ Ευσέβιος Ματθόπουλος: <Κάθε φορά που λειτουργώ, παίρνω τόση δύναμη, που κάνω μια καινούργια αρχή στην πορεία μου>".

Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Ἡ μελῳδὸς Κασσιανὴ καὶ τὸ τροπάριό της

τοῦ Κων/νου Ἰ. Δάλκου, Φιλολόγου, ἐπιτ. Διευθυντοῦ τοῦ 3ου Λυκείου Αἰγάλεω

  Ἀπόψε θὰ ὁμιλήσουμε ἐπικαίρως γιὰ τὴν ὑμνογράφο Κασσιανὴ καὶ τὸ πασίγνωστο τροπάριό της, τὸ δοξαστικὸ δηλαδὴ τῶν ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Τετάρτης, τὸ ὁποῖο ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μ. Τρίτης στὴν ἀκολουθία τοῦ «Νυμφίου». Δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα τοῦ τρέχοντος συρμοῦ καὶ θεωρεῖται «ἔργον οὐχὶ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος», ὅπως θὰ ἔλεγεν Παπαδιαμάντης, τὸ νὰ ἀσχολῆται κανεὶς γενικῶς μὲ ἱερὰ πρόσωπα καὶ κείμενα. Σ’ αὐτά, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἔχει ἑρμητικῶς κλεισθῆ θύρα τοῦ ἑλλαδικοῦ σχολείου, παρὰ τὴν ὁμολογούμενη ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ὄχι μόνον θρησκευτική, ἀλλὰ καὶ φιλολογική, γλωσσική, αἰσθητική, φρονηματιστικὴ καὶ ἐθνικὴ ἀκόμη ἀξία τους. Ἀντ’ αὐτῶν ἑκόντες - ἄκοντες κι ἐμεῖς, ἀλλὰ κυρίως τὰ παιδιά   μας,   εἴμαστε   ἐκτεθειμένοι   στὴν   πλέον   ἀναιδῆ ἀπαξίωση καὶ ἀποδόμηση παντὸς τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ἐπιθετικὴ προβολὴ ἑνὸς προκλητικοῦ διεθνοῦς καὶ ἐντόπιου ἠθικοῦ, αἰσθητικοῦ καὶ πολιτικοῦ καρκατσουλιοῦ, τὸ ὁποῖο σὺν τοῖς ἄλλοις ἀναισχύντως φορεῖ τὸ προσωπεῖο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ τῆς προόδου.

Νομίζω λοιπὸν ὅτι σήμερα, στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅταν, παρ’ ὅλα αὐτά, πλήθη λαοῦ θὰ πλημμυρίσουν τοὺς ναοὺς, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν εἰκονιζόμενη τὴν   λυτρωτικὴ τραγῳδία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, εἶναι εὐκαιρία νὰ ἐξορκίσουμε αὐτὴ τὴν δυσωδία τοῦ παντὸς εἴδους κακοῦ μὲ ἕνα κείμενο εὐωδίας πνευματικῆς, τὸ ὁποῖο, πέραν τῶν ἄλλων, ἀποτελεῖ κτῆμα τῆς ἐθνικῆς μας παραδόσεως, εἶναι δηλαδὴ γνησίως ἑλληνικό, τόσον ἑλληνικό, ὅσον τὸ κοντάκιον «Τῇ Ὑπερμάχῳ», ὅσον ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος», ἐξ ἴσου ἑλληνικὸ μὲ τὸν Ὅμηρο τὸν Αἰσχύλο ἢ τὰ δημοφιλέστερα τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν.

 Γιὰ τὸν βίο τῆς Κασσιανῆς σχεδὸν τίποτε δὲν ἔχει ἀπολύτως ἐξακριβωθῆ. Ὅσα μᾶς ἔχουν παραδοθῆ μοιάζουν μὲ μυθιστόρημα καὶ σχεδὸν ἀγνοοῦμε τὸ ὄνομά της. Στὰ κείμενα τῶν βυζαντινῶν χρονογράφων καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία φέρεται ὡς Κασ(σ)ία, Κασ(σ)ιανή, Εἰκασία καὶ Ἰκασία, ἐνῶ σὲ κάποιον Σιναϊτικὸν κώδικα τοῦ ΙΔ΄αἰῶνος συγχέεται μὲ τὴν ἐκ πόρνης ἁγίαν Ταϊσίαν, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 8 Ὀκτωβρίου. Τὸ βαπτιστικό της ὄνομα πρέπει νὰ ἦταν μᾶλλον Κασία, διότι ἔτσι ὀνομάζεται κάποιο ἀρωματικὸ φυτὸ τῆς Ἀνατολῆς (ἕνα εἶδος κανέλλας) καὶ τὸ ἴδιο ὄνομα ἔφερε, σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ ἀφήγηση, μία ἀπὸ τὶς θυγατέρες τοῦ Ἰώβ. Ἡ γέννησή της τοποθετεῖται περὶ τὸ 805-810 μ.Χ. καὶ ἀνῆκε ἀσφαλῶς σὲ ἐπιφανῆ βυζαντινὴ οἰκογένεια, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν σχεδὸν μυθιστορηματικὴ περιπέτεια τῶν βασιλικῶν καλλιστείων.

Ἡ Εὐφροσύνη λοιπόν, μητρυιά τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842), θέλησε, ἄγνωστο γιατί, νὰ δώσῃ σ’ αὐτὸν σύζυγο μὲ ὄχι συνήθη τρόπο. Ὁ χρονογράφος τοῦ Θ΄ αἰῶνος Γεώργιος Μοναχός, ὁποῖος περιγράφει πρῶτος τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι χρονογράφοι ποὺ τὸν ἀντιγράφουν ἢ ἀντλοῦν ἀπὸ ἄγνωστες σὲ μᾶς κοινὲς πηγές, δὲν ἀναφέρουν τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸ τῶν νεαρῶν, εὐγενῶν καὶ ἀσφαλῶς ὡραίων γυναικῶν («εὐπροσώπων» λέγει ὁ χρονογράφος), οἱ ὁποῖες ἐκλήθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὰ «θέματα» τῆς αὐτοκρατορίας, γιὰ νὰ ἐπιλέξῃ μεταξὺ αὐτῶν ὁ Θεόφιλος τὴν μέλλουσαν Αὐγούστα, προσφέροντάς της ἕνα χρυσὸ μῆλο. Ὁ χρονογράφος Ἰωάννης Ζωναρᾶς γράφει ὅτι ἦσαν «πολλαὶ πανταχόθεν», ἐνῶ μεταγενέστερο χρονικὸ τὶς περιορίζει σὲ δώδεκα. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἐκλογῆς βασιλίσσης δὲν ἦταν ἄγνωστος στὴν ἀνατολίζουσα βυζαντινὴ Αὐλή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μετεφυτεύθη στὴν Ρωσικὴ καὶ διετηρήθη ἐκεῖ ὡς ἔθιμο μέχρι τοῦ ΙΖ΄αἰῶνος. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ παρόμοια διαδικασία ἐνυμφεύθη ὁ Ξέρξης τὴν Ἐσθὴρ καὶ μὲ παραπλήσιον ἐπίσης τρόπο παραδίδεται ὅτι ἐπέλεξε σύζυγον ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄. Ἀλλὰ καὶ τὸ μῆλο ὡς ὄργανο ἐκλογῆς ἀπαντᾶται σὲ ἀρχαίους μύθους, ὅπως π.χ. τοῦ Πάριδος καὶ τῆς Ἀφροδίτης, καὶ στὰ γαμικὰ ἔθιμα πολλῶν λαῶν.

Φαίνεται ὅτι Θεόφιλος δὲν ἐδίστασε πολὺ νὰ ἐπιλέξῃ, διότι μεταξὺ τῶν γυναικῶν αὐτῶν διέπρεπεν Κασσιανή. παλαιὸς χρονογράφος γράφει σχετικῶς ὅτι ἦταν «ὡραιοτάτη πάνυ» καὶ ὅτι ὁ Θεόφιλος «ὑπερηγάσθη αὐτὴν τοῦ κάλλους».Ἦταν λοιπὸν ἐντυπωσιακὴ καλλονὴ καὶ ἐγοήτευσε τὸν Βασιλέα, ἀλλά, ἐνῶ ὁ ζυγὸς φαινόταν ὅτι εἶχε κλίνει ὁριστικὰ πρὸς αὐτήν, τὴν τελευταία στιγμὴ ἐκεῖνος, ἐκ χαρακτῆρος ἰδιόρρυθμος, θέλησε νὰ τῆς ἀπευθύνῃ ἕναν πειρακτικὸ λόγο, παράδοξον ἴσως γιὰ ἄνδρα ποὺ ζητεῖ σύζυγο. Τῆς εἶπε λοιπὸν ὑπονοῶντας τὴν Εὔα (ἴσως διότι κρατοῦσε στὸ χέρι του τὸ χρυσὸ ὀμοίωμα τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ)

«ὡς ἄρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα»,

ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ξεκίνησαν ὅλες οἱ συμφορές. Παρὰ τὴν ὑψηλή της νοημοσύνη Κασσιανὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῇ στὸν πειρασμὸ τῆς πληρωμένης ἀπαντήσεως καὶ ἔσπευσε «μετ’ αἰδοῦς πως», ὅπως γράφει χρονογράφος, κάπως ντροπαλὰ δηλαδή, νὰ ἀποκριθῇ ὑποδηλώνοντας τὴν Θεοτόκο:

«Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἐπίσης πηγάζουν τὰ πιὸ μεγάλα ἀγαθά!

Ἡ φεμινιστικὴ αὐτὴ ἀπάντηση, ἐπλήγωσε μᾶλλον τὸν ἀνδρικὸν ἐγωισμὸ τοῦ Θεοφίλου, ὁ ὁποῖος ἔκρινε προφανῶς ὅτι ἡ Κασσιανὴ εἶχε μεγαλύτερη εὐφυΐα καὶ γλῶσσα ἀπ’ ὅση χρειαζόταν γιὰ νὰ γίνῃ καλὴ σύζυγος καὶ, καθ’ ὅσον γνωρίζω, κανεὶς ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους, ἄνδρες βέβαια, συγγγραφεῖς δὲν τὸν κατηγόρησε γι’ αὐτό. Ἀκόμη καὶ παλαιότερος χρονογράφος Γεώργιος Μοναχός, ὁ ὁποῖος τὸν εἰκονομάχον βασιλέα ἐξ ἀρχῆς ἀποκαλεῖ «νέον Βαλτάσαρ καὶ παραβάτην καὶ θεομισῆ καὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων ὑβριστὴν καὶ καθαιρέτην καὶ βέβηλον», δὲν σχολιάζει δυσμενῶς τὴν τελικὴ ἐκλογή, ἴσως διότι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξῃ μεταξὺ τῆς ὑμνογράφου Κασσιανῆς καὶ τῆς Θεοδώρας, ἡ ὁποία διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων ἀποκατέστησε τὴν Ὀρθοδοξία. Ἴσως πάλι, διότι δὲν εἶχε διαφορετικὴ γνώμη περὶ συζύγου! Ὁ Θεόφιλος λοιπὸν «τῷ λόγῳ τὴν καρδίαν πληγεὶς ταύτην μὲν εἴασε, Θεοδώρᾳ δὲ τὸ μῆλον ἐπέδωκε». Ἀπέρριψε λοιπὸν τὴν Κασσιανὴ καὶ προσέφερε τὸ μῆλο στὴν Θεοδώρα, ὁποία, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐν συνεχείᾳ διαδρομή της, διέθετε ἴσως λιγώτερη ὀμορφιά, ἀλλὰ περισσότερη ὑπομονή, διπλωματία καὶ πρακτικὸ πνεῦμα. Εἶναι πάντως χαρακτηριστικὸν ὅτι, παρὰ τὴν διαφωνία τους στὸ φλέγον τότε ζήτημα τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων καὶ τὶς διαφορὲς στὸν χαρακτῆρα τους, ἀπέκτησαν ἕξι τέκνα καὶ τοὺς συνέδεε διὰ βίου ἀμοιβαία στοργή. Ἡ Θεοδώρα ἐκοιμήθη τὸ 867, 25 χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, διατηρῶντας μέχρι τέλους τὴν ἀγάπη της γι’ αὐτόν. Γιὰ τὴν σημαντικὴ προσφορά της στὴν Ὀρθοδοξία ἀνεκηρύχθη ἁγία καὶ ἡ μνήμη της τιμᾶται τὴν 11η Φεβρουαρίου. Τὸ σκήνωμά της φυλάσσεται σήμερα στὴν Κέρκυρα.

Ἡ Κασσιανὴ μετὰ τὴν ψυχρολουσία ἐκείνη ἵδρυσε μοναστήρι στὴν Κων/πολη, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἀσχολούμενη μὲ τὰ ἔργα τῆς μοναχῆς καὶ τὴν ποίηση. Μεταγενέστερη, ρωμαντικὴ προφανῶς, παράδοση, τῆς ὁποίας ὁ Νικόλαος Πολίτης, ποὺ ἐρεύνησε τὸ θέμα, δὲν ἀνεκάλυψε τὴν πηγή, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεόφιλος δὲν τὴν λησμόνησε, ἀλλὰ τὴν ἀνεζήτησε στὸ μοναστήρι της, ἐκείνη ὅμως, γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγῃ, ἔσπευσε νὰ κρυφτῇ. Τότε, πάντοτε κατὰ τὸν θρῦλο, ὁ αὐτοκράτορας εἶδε στὸ κελλί της ἡμιτελὲς τὸ περίφημο τροπάριο «Κύριε ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις» καὶ προσέθεσε μετὰ τὸν στίχο «κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα» τὴν κατάλληλη γιὰ τὴν περίπτωση φράση «τῷ φόβῳ ἐκρύβη», τὴν ὁποίαν ἡ Κασσιανὴ ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ διατηρήσῃ. Τὸ μᾶλλον ἀπίθανο αὐτὸ ἐπεισόδιο τὸ ἀγνοοῦν οἱ παλαιοὶ χρονογράφοι καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔμεινε τὸ πεδίο ἐλεύθερο σὲ μεταγενεστέρους συγγραφεῖς, ἕλληνες καὶ ξένους, ποὺ μὲ ἡρωίδα τὴν Κασσιανὴ συνέθεσαν στιχουργήματα διηγήματα, μυθιστορήματα καὶ δράματα, νὰ μυθολογήσουν γιὰ τὸ εἶδος τοῦ φόβου ποὺ τὴν ἀνάγκασε νὰ ἀποφύγῃ τὴν συνάντηση ἐκείνη. Τὸ 1960 μάλιστα προεβλήθη μὲ τὸν τίτλο «Κασσιανὴ» καὶ κινηματογραφικὴ ταινία μὲ τὸν Ἀνδρέα Μπάρκουλη στὸν ρόλο τοῦ Θεοφίλου καὶ τὴν Ἀλίκη Ζαβερδινοῦ στὸν ρόλο τῆς Κασσιανῆς.

Ἐπέζησε δὲ μᾶλλον τοῦ Θεοφίλου ἡ Κασσιανὴ καὶ θὰ παρηγορήθη γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ στέμματος διαπιστώνοντας καθημερινῶς τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων. Σὲ κάποιους πάντως ἀπὸ τοὺς θύραθεν, τοὺς μὴ ἐκκλησιαστικοὺς δηλαδὴ στίχους της, διαφαίνεται ἴσως πικρία τῆς ἀπορρίψεως ἐκείνης:

Ρανίδα τύχης εἰκότως αἱρετέον

κάλλος μορφῆς ἄγαν ἐξῃρημένον.

Δηλαδὴ εἶναι προτιμότερη κι ἀπὸ τὴν πιὸ σπουδαία ὀμορφιὰ μία μόνον σταγόνα τύχης! Οἱ στίχοι αὐτοί, παράδοξοι μᾶλλον γιὰ τὴν γραφίδα μιᾶς μοναχῆς, ἀφοῦ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν τύχη καὶ ὄχι γιὰ τὴν θεία πρόνοια, ἀποτελοῦν ἴσως ἕνα πικρὸ σχόλιο γιὰ τὴν σωματική της ὀμορφιά, ποὺ ὅμως δὲν τὴν ὠφέλησε τότε, ὅσο θὰ τὴν ὠφελοῦσε μία σταγόνα τύχης. Ἴσως ὅμως στὴν περίπτωση αὐτὴ ἁρμόζει περισσότερο λόγος τοῦ Ἡρακλείτου «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων». Δηλαδὴ τὴν μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου τὴν καθορίζει χαρακτήρας του!

Ἀλλοῦ πάλιν ἴσως ἐπιχειρεῖ νὰ ὑπερασπισθῇ τὴν στάση της στὴν κρίσιμη στιγμή:

Μισῶ σιωπήν, ὅτε καιρὸς τοῦ λέγειν.

Ἕνα ἄρωμα Χριστιανικοῦ φεμινισμοῦ ἀποπνέουν καὶ οἱ στίχοι της στὴν ἁγία  μάρτυρα Χριστίνα:

Πέπτωκεν ἐχθρὸς

ὑπὸ γυναικὸς ἡττηθεὶς...


τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως ἀπορριψαμένη

γενναίως ἀντέστης κατὰ τῶν τυράννων...

 

καὶ γυναῖκες

κατήργησαν τὴν πλάνην τῆς εἰδωλομανίας... τύραννον οὐκ ἐπτοήθησαν,

τὸν δόλιον κατεπάτησαν...

Σπουδαία ποιήτρια καὶ μουσικὸς μὲ ὑψηλὴ κλασσικὴ παιδεία ἡ Κασσιανὴ συγκαταλέγεται, μόνη αὐτὴ ἀπὸ τὸ φῦλο της, μεταξὺ τῶν ἕνδεκα πιὸ σημαντικῶν μελῳδῶν σύμφωνα μὲ κατάλογο ποὺ συνέταξε τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Συνέθεσε δὲ ὄχι μόνον ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, ἀλλὰ καὶ ἠθικολογικὰ ποιήματα «γνῶμες» καὶ «ἐπιγράμματα», ἐνδεικτικὰ ὅλα τῆς γνώσεως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς Γραμματείας. Παρὰ ταῦτα ὀλίγα μόνον καὶ ἀπὸ τὰ ὑμνολογικά της κείμενα διεσώθησαν μέσῳ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῶν κωδίκων, ἐνῶ τὰ πολλὰ ἐσιγήθησαν εἴτε ἀπεδόθησαν σὲ ἄνδρες ὑμνῳδούς, λόγῳ παρερμηνείας ἴσως τοῦ ἀποστολικοῦ «αἱ γυναῖκες ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν»! Τὰ πλέον γνωστά, πλὴν τοῦ «Κύριε ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις», εἶναι τό, κατὰ τὸν Κρουμπάχερ, «σφόδρα πρωτότυπον» δοξαστικὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων «Αὐγούστου μοναρχήσαντος» καὶ οἱ εἱρμοὶ τῶν πέντε πρώτων ᾠδῶν τοῦ κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης».

Εἶναι ἐπίσης παράδοξον ὅτι, κατὰ μοναδικὴ σχεδὸν ἐξαίρεση μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιητῶν, ἡ Κασσιανὴ δὲν ἔχει ἐπισήμως ἀνακηρυχθῆ ἁγία. Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν ὅμως μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς νήσου Κάσου, ἐπειδή, κατὰ παρετυμολογίαν τοῦ ὀνόματός της, ἐνόμισαν ὅτι ἡ μελῳδὸς κατήγετο ἀπὸ τὸ νησί τους, «γεραίρουσι τὴν ὁσίαν Κασσιανὴν τῇ 7 Σεπτεμβρίου». Ὑπάρχει ὅμως «Ἀκολουθία τῆς ὁσίας ἡμῶν μητρὸς Κασσιανῆς», τὴν ὁποίαν συνέθεσεν ἐκ Κάσου λόγιος Γ. Σάσσος. Ἡ κατὰ παραγγελίαν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἐκτύπωσή της ἐπισημοποιεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγιο μητροπολίτη Λεοντοπόλεως Σωφρόνιον Εὐστρατιάδην, τὴν μεταξὺ τῶν ἁγίων κατάταξη τῆς Κασσιανῆς. Πράγματι σήμερα ἡ μνήμη της τιμᾶται τὴν 7η Σεπτεμβρίου.

 

 Τὸ τροπάριο

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὴν κατέστησε γνωστὴ σχεδὸν σὲ ὅλους εἶναι τὸ περίφημο δοξαστικὸ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις», τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν γνωστὴ συγκινητικὴ ἱστορία τῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἄλειψε μὲ μῦρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἐσπόγγισε μὲ τὰ μαλλιά της. Παρόμοιο περιστατικὸ περιγράφεται καὶ στὰ τέσσερα εὐαγγέλια, φαίνεται ὅμως ὅτι πρόκειται περὶ τοὐλάχιστον δύο διαφορετικῶν συμβάντων καὶ γυναικῶν. Τὸ πρῶτο συνέβη μᾶλλον πολὺ πρὸ τοῦ πάθους καὶ τὸ δεύτερο ὀλίγον πρὸ αὐτοῦ. Στὸ πρῶτο,΄ποὺ διασώζει μόνον ὁ Λουκᾶς, ἡ γυναίκα εἶναι ἀνώνυμη καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα πόρνη, ἐνῶ στὸ δεύτερο πρόκειται, τοὐλάχιστον στὴν ἀφήγηση τοῦ «Κατὰ Ἰωάννην», γιὰ τὴν εὐγνωμονοῦσαν ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου Μαρία.

Τὸ ἑρμηνευτικὸ πρόβλημα ποὺ ἐν προκειμένῳ ὑπάρχει τὸ ἔλυσε ἡ ποιητικὴ εὐαισθησία τῆς Κασσιανῆς, συνδυάζοντας τὰ παραδοθέντα. Στὸ ποίημά της ἡ γυναίκα εἶναι ἀνώνυμη καὶ ἑπομένως ἀπρόσωπη. Μπορεῖ λοιπὸν κανεὶς εὐκολώτερα νὰ τὴν φαντασθῇ, νὰ ταυτισθῇ καὶ νὰ προσευχηθῇ μαζί της, ἀνεξαρτήτως φύλου, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μία ψυχὴ «ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσαν». Ἐξ ἄλλου κατὰ τοῦτο βασικῶς διαφέρει ἐκκλησιαστικὴ ποίηση ἀπὸ τὴν ἐν γένει θρησκευτική, κατὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐκφράζει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Παραθέτω τὸ κείμενο καὶ μιὰ ἀπόπειρα, ἴσως ὄχι ἀναγκαίας, μεταφράσεώς του:

ἀρχικὴ ἐπίκληση, «Κύριε», τῆς γυναίκας του εὐαγγελίου, συνήθης στὴν ὑμνολογικὴ αὐτὴ ποίηση, λειτουργεῖ ὡς ὑπόκλιση πρὸ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ «εὐήκοον οὖς» ἀποτελεῖ τὸ ἠχεῖον τῆς κραυγῆς της. Τὸ ἠχεῖο αὐτὸ ἀπουσιάζει συνήθως ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῶν κοσμικῶν ποιητῶν, οἱ ὁποῖες ἐκπέμπονται γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν συνήθως στὴν ἀφετηρία τους καὶ χάνονται ἀναπάντητες στὴν ἐρημία τῆς μοναξιᾶς τους.

Στὰ ἄλλα τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Τετάρτης ἡ γυναίκα τῆς εὐαγγελικῆς ἀφηγήσεως, χαρακτηρίζεται «ἁμαρτωλός», ὅπως στὸ εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ «πόρνη», «ἄσωτος», «βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ», ἐνῶ στὸ τρίτο τροπάριο τῶν ἀποστίχων τίς οἶδε ποιός αὐστηρὸς μοναχὸς τὴν ἀποκαλεῖ «δυσώδη καὶ βεβορβορωμένην», δηλαδὴ βρομερὴ καὶ κυλισμένη στὴν λάσπη, συνδυάζοντας ἔτσι ἕναν ἀπαξιωτικὸν ὀνειδισμὸ μὲ ἕναν πολὺ πιὸ σκληρὸν παρακείμενο! Θαυμάζει ὅμως κανεὶς τὴν ποιητικὴ καὶ γυναικεία εὐαισθησία τῆς Κασσιανῆς, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ ἐν προκειμένῳ τὴν περίφραση « ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα». Δηλαδὴ στὸν Κυριακὸ λόγο «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαὶ» προσθέτει τὴν προσωπική της ἄποψη μὲ τὴν ἐπιείκεια τῆς μετοχῆς «περιπεσοῦσα». Δηλώνει δὲ τὸ ρῆμα «περιπίπτω» τὴν ἁμαρτία ὡς «πτῶσιν», πτῶσιν ὅμως ποὺ μπορεῖ νὰ ὀφείλεται σὲ δυσμενεῖς συγκυρίες, σὲ καταδρομὲς κάποτε τῆς τύχης, σὲ περι – πτώσεις καὶ περι – πέτειες τῆς ζωῆς. Ἐνυπάρχει λοιπὸν στὴν περίφραση αὐτὴ πολλὴ συγκατάβαση καὶ διάκριση. Ἐξ ἄλλου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικριθῇ τόσον αὐστηρὰ ἡ πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Χριστοῦ μυροφόρος, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος ἔχει ἀποφανθῆ ὅτι «ἠγάπησε πολὺ», ὅταν μάλιστα στοὺς ἀμέσως ἑπόμενους στίχους ἐκείνη κομίζουσα ὡς λύτρα τὰ μῦρα καὶ σπαρακτικὰ «ὀδυρομένη» αὐτοκατηγορεῖται.

ἔμπειρος ἀναγνώστης ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται μὲ μιὰν ἁπλῆ ματιὰ στὸ κείμενο γιατί τὸ ποίημα, προχείρως ἑρμηνευόμενο ἀπὸ μιὰ μᾶλλον ρωμαντικὴ φαντασία, συνετέλεσεν ὥστε νὰ ἀποδοθῇ στὴν Κασσιανὴ ἰδιότητα τῆς ἁμαρτωλῆς μὲ τὴν σημασία ποὺ ὑπαινίσσεται ἡ περικοπὴ τοῦ «Κατὰ Λουκᾶν» καὶ νὰ ταυτισθῇ μὲ τὴν ἐκ πόρνης, ὅπως εἴπαμε, ἁγίαν Ταϊσίαν! Διότι στὴν ἀρχὴ τοῦ ποιήματος ὁ πλάγιος ἀφηγηματικὸς λόγος τῆς Κασσιανῆς ἀδιοράτως συγχέεται μὲ τὸν εὐθὺν ἐξομολογητικὸν λόγο τῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀφηγεῖται τὸ γεγονός, δηλαδὴ μελῳδὸς Κασσιανή καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ ἐξομολογεῖται, δηλαδὴ « ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα» μποροῦν ἄριστα νὰ ταυτισθοῦν. Σ’ αὐτὸ βοηθοῦν ἱστορικὸς ἐνεστὼς «κομίζει», ὁ ὁποῖος μεταφέρει τὸ γεγονὸς ποὺ ἀφηγοῦνται τὰ εὐαγγέλια στὸ παρόν, καὶ τὀ περιφραστικὸ ὑποκείμενο «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ δηλώνῃ καὶ πρῶτο καὶ τρίτο πρόσωπο. Δηλαδὴ ἐδῶ τὸ «κομίζει» τοῦ κειμένου μπορεῖ ἄριστα νὰ σημαίνῃ καὶ «κομίζω». Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἀφηγηματικὸς χαρακτήρας τοῦ ποιήματος ἀνεπαισθήτως παραμερίζεται καὶ ὁλόκληρο μεταβάλλεται σὲ μιὰ σπαρακτικὴ ἐξομολογητικὴ προσευχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται εὐθέως ὄχι μόνον στὴν γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ στὴν ὑμνογράφο Κασσιανὴ καὶ σὲ κάθε γυναῖκα ποὺ τὶς ἡμέρες αὐτές, «μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν», προσκυνεῖ τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ραίνει μὲ κάποιο σύγχρονο ἄρωμα καὶ ἄνθη τὸν Ἐπιτάφιο,

οἴμοι λέγουσα,

ὅτι νὺξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,

ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Ἡ ποιήτρια ἔχει συσσωρεύσει ἐδῶ σὲ μιὰν εἰκόνα ὄγκους ἀπὸ σκοτάδι ποὺ πνίγουν ἐκεῖνο τὸ ἀδύναμο μονοσύλλαβο «μοι», τὴν προσωπική της δοτικὴ καὶ ὕπαρξη, μεταξὺ τῆς νυκτὸς καὶ τοῦ οἴστρου τῆς ἀκολασίας. Εἶναι δὲ κατὰ λέξιν «οἶστρος», τὸ γνωστὸ ὡς ἀλογόμυγα ἔντομο, τὸ ὁποῖο μέχρι μανίας ἐξαγριώνει καὶ ἀφηνιάζει τὰ ἄλογα ζῶα. Εἶναι λοιπὸν ἡ ἀκολασία μιὰ ἄλογη μανία καὶ παραφορά, ἕνα πάθος ποὺ σκοτεινιάζει τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε παραλόγως νὰ ἐρωτεύεται τὸ σκοτάδι. Ἐδῶ ὅμως ἡ βαθειὰ συναίσθηση τοῦ καταποντισμοῦ στὸν ζόφο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀντίστοιχη ταπείνωση, προετοιμάζει τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ ξεσπάσῃ ἡ θρηνητικὴ δέηση, ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπὸ τὴν βάσιμη ἐλπίδα τῆς ἀποδοχῆς, ἀφοῦ ἐπικαλεῖται τὴν ἐξ ἀγάπης ἀπερίγραπτη ταπείνωση τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παντοδυναμία ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ διυλίζει μέσῳ τῶν νεφῶν τὰ ἁλμυρὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης, μπορεῖ νὰ γλυκάνῃ ἐπίσης τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μας. Στὰ ἔντυπα ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ἀναγράφεται «ὁ νεφέλαις διεξάγων», δηλαδὴ κυβερνῶν, διευθετῶν «τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ». Στὰ χειρόγραφα ὅμως μαρτυρεῖται ὁ τύπος «στημονίζων», ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα τῆς μελῳδοῦ. Σημαίνει δὲ τὸ ρῆμα «στημονίζω» δὲνω τὸ στημόνι στὸν ἀργαλειὸ καὶ ἀκόμη ὑφαίνω καὶ λεπτύνω. Ὑπόκειται δηλαδὴ μᾶλλον πρωτότυπη ποιητικὴ εἰκόνα τῶν νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ πού στὸν κάθετο βυζαντινὸν ἀργαλειό «ὑφαίνουν» τὴν βροχὴ ἢ ἁπλῶς φιλτράρουν τὰ κύματα τῆς θαλάσσης.

Προϋπόθεση βέβαια τῆς μεταβολῆς αὐτῆς εἶναι ἡ μετατροπὴ τοῦ γεώδους καὶ ζοφεροῦ ἔρωτα σὲ ἔρωτα θεῖον, ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ «ὅτι ἠγάπησε πολύ». Τὴν ριζικὴ αὐτὴ καὶ ὁρμητικὴ μεταστροφὴ καὶ ἀλλοίωση εἰκονίζουν θαυμάσια οἱ δύο μέλλοντες «καταφιλήσω» καὶ «ἀποσμήξω», οἱ ὁποῖοι ἐνισχύουν μὲ τὴν ἔκφραση τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ, ἀδιάβλητου πλέον, πάθους τὴν εὐαγγελικὴ εἰκόνα τῆς γυναίκας ποὺ καταφιλεῖ καὶ σπογγίζει τὰ πόδια τοῦ Θεανθρώπου ὄχι πλέον ἀπὸ τὰ μῦρα, τὰ ὁποῖα ἔχουν στοὺς στίχους αὐτοὺς λησμονηθῆ, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὰ φιλήματα, δηλαδὴ ἀπὸ μῦρα γι’ αὐτὸν πολυτιμότερα.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ μελῳδὸς μᾶς αἰφνιδιάζει μὲ ἕναν ἀπροσδόκητο συνειρμό. Τὰ καταφιλούμενα πόδια τοῦ Χριστοῦ τῆς ὑπενθυμίζουν ὅτι κάποτε ἕνας ἐλαφρὸς θόρυβος ἀπὸ τὰ ἴδια αὐτὰ πέλματα ἐγέμισε τρόμο, μετὰ τὴν παρακοή, τὴν ψυχὴ τῶν πρωτοπλάστων: «Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν καὶ ἐκρύβησαν». Ἑπομένως τὸ «δειλινὸν» τοῦ τροπαρίου δὲν εἶναι ρωμαντικὸ ἐφεύρημα· περιλαμβάνεται στὴν ἀφήγηση τοῦ βιβλίου τῆς «Γενέσεως». Τώρα ὅμως , καθὼς μεγάλη αὐγὴ ὑποφώσκει, δὲν φοβεῖται πλέον «Εὔα», ἀλλ’ ἀγαπᾷ, καὶ « ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον».

Καθὼς τὸ ποίημα φθάνει στὸ τέλος του, «ἁμαρτωλὸς» ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή της ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξερευνήσῃ τὸν λαβύρινθο τῆς καρδιᾶς της καὶ νὰ ἐξιχνιάσῃ τὸ ἀβόλιστο βάθος τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ.`Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν τελευταία της δέηση, ὑποκλινόμενη πάλιν, ἐπικαλεῖται αὐτὸ τὸ «ἀμέτρητον ἔλεος». Εἶναι, ὡς γνωστόν, κοινὸς τόπος στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση ἡ ἐπίκληση στὸ τέλος τῶν τροπαρίων τοῦ «μεγάλου ἐλέους», δηλαδὴ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας. Οἱ κοσμικοὶ ποιητὲς μᾶς ἔχουν συνηθίσει, ὅπως ἤδη εἴπαμε, σὲ κραυγὲς χωρὶς ἠχεῖο. Μοιάζουν κάποτε μὲ ἐπαῖτες ποὺ ἐκθέτουν στὸν δρόμο τὶς πληγές τους χωρὶς ἐπίδεσμο. Βεβαίως καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίηση ἐκφράζει τὸν ἀνθρώπινο πόνο ποὺ ἔχει τὴν ἀφετηρία του σὲ πολὺ βαθειὲς πληγές, ἀλλ’ ὑπάρχει πάντοτε σ’ αὐτὲς ὡς ἐπίδεσμος ἡ θεϊκὴ εὐσπλαγχνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ κραυγή της δὲν εἶναι κραυγὴ ἀπογνώσεως, πρᾶγμα ἀνάρμοστο στὸν πιστεύοντα.

Τὸ κείμενο λοιπὸν αὐτό, καίτοι φορτισμένο μὲ ἔκδηλη τὴν συγκίνηση, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκφράζῃ στιγμὲς πάθους, ἀποπνέει τὴν ἠρεμία τῆς ἐλπίδας καὶ προσεγγίζει τὴν οὐσία τοῦ κλασσικοῦ. Δὲν εἶναι λοιπὸν παράδοξο ποὺ ἔχει ἀποσπάσει τὴν γενικὴ ἀποδοχὴ καὶ ἔχει σχολιασθῆ ἢ μεταφρασθῆ ἀπὸ πολλοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς.

Πέτρος Πελοποννήσιος

Ὡς μελῳδὸς ἡ Κασσιανὴ εἶχε μελοποιήσει προφανῶς τὸ ποίημά της. Σήμερα ὅμως εἶναι κυρίως γνωστὸ τὸ μέλος Πέτρου Πελοποννησίου, τοῦ Λαμπαδαρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ διαπρεπέστερος ἀπὸ τοὺς μουσικοὺς τῆς πατρίας μουσικῆς τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα. Ἦταν ὄχι μόνον θαυμάσιος μουσικὸς καὶ μελοποιός, συνθέτης ἀκόμη καὶ κοσμικῶν τραγουδιῶν, ἀλλὰ καὶ ἄριστος μουσικοδιδάσκαλος μὲ καταπληκτικὴ μουσικὴ ἀντίληψη. Εἶχε τὴν δυνατότητα ἀκούοντας μόνον μία φορὰ ὁποιαδήποτε μελῳδία νὰ τὴν ἀποτυπώνῃ ἀκριβέστατα μὲ τὴν μουσικὴ γραφή, ἱκανότητα ποὺ παραδίδεται γιὰ ἐλαχίστους ἐπιφανεῖς μουσικούς, ὅπως   π.χ.      Mozart.   Ἐδίδασκε   ὄχι   μόνον   τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀραβοπερσική, τῆς ὁποίας οἱ μουσικοὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ σεβασμὸ «χότζα», δηλαδὴ δάσκαλο, ἐνῶ φιλόμουσος σουλτάνος Χαμὶτ ὁ Α΄ εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ εἰσέρχεται ἐλευθέρως στὰ ἀνάκτορα. Ἐκοιμήθη τὸ 1777-8, σὲ μικρὴ σχετικῶς ἡλικία, ὄντας ἀκόμη Λαμπαδάριος, ἀριστερὸς δηλαδὴ ψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στὴν Κων/πολη. Στὴν κηδεία του συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τοὺς «τεκέδες» τῆς Πόλης ὅλοι οἱ δερβίσαι, γιὰ νὰ ψάλουν πάνω ἀπὸ τὸ φέρετρο πένθιμο ᾆσμα, ἐνῶ ὁ ἐπὶ κεφαλῆς των κατέβηκε στὸν τάφο καὶ ἀπέθεσε στὰ χέρια τοῦ νεκροῦ πλαγίαυλο, γιὰ νὰ συνοδεύῃ μ’ αὐτὸν καὶ στὴν ἄλλη ζωή τὰ τραγούδια του δάσκαλος!

Ἄφησε δὲ τεράστιο ἔργο πίσω του ὁ Πέτρος, ὄχι μόνον πρωτότυπες συνθέσεις, ἀλλὰ καὶ μεταγραφὲς καὶ συντομεύσεις παλαιῶν μελῳδιῶν καὶ καταγραφὲς ἄλλων, ποὺ εἶχαν διασωθῆ διὰ τῆς στοματικῆς παραδόσεως. Στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἐπέτυχε νὰ μὴν ἡττηθῇ ἡ τέχνη τῆς μουσικῆς συγκρινόμενη μὲ τὸ κάλλος τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Ἡ σύνθεση χαρακτηρίζεται ἀπὸ πλοῦτο μουσικῶν γραμμῶν καὶ ἁρμονικὴ ἐναλλαγὴ ἤχων, ὥστε νὰ ἀποδίδωνται καὶ οἱ λεπτότερες ἀποχρώσεις τῶν νοημάτων τοῦ κειμένου, νὰ ἀκούεται θρῆνος, περιπαθὴς ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς συντετριμμένης γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ τῆς Κασσιανῆς καὶ τοῦ καθενός μας τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.

Βέβαια τὸ μέλος εἶναι μακρό, διαρκεῖ περὶ τὰ εἴκοσι δύο λεπτά, καὶ ἀπαιτεῖ πολυμελῆ καὶ ἀσκημένη χορῳδία. Γι’ αὐτὸ σπανίως ἐκτελεῖται. Μὲ συγκίνηση ἐνθυμοῦμαι τὴν λαμπρὴ ἐκτέλεσή του στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 στὸν Ἐσταυρωμένο ἀπὸ τὴν πολυμελῆ χορῳδία τῶν ἀδελφῶν Κακουλίδη, στὴν ὁποία, παιδὶ τότε, συμμετεῖχα. Χοράρχης ἦταν ἀλησμόνητος φίλος, Πρωτοψάλτης ἀργότερα Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς, Νικόλαος Κακουλίδης. Αἰωνία του ἡ μνήμη!

Σήμερα θὰ ἀκούσουμε τὸ μέλος τοῦ Πέτρου ἐκτελούμενο ἀπὸ τὸν μακαρίτη Λαμπαδάριο καὶ ἐν συνεχείᾳ Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ Θρασύβουλο Στανίτσα τὸν τελευταῖο ἀπὸ τοὺς μεγάλους πρωτοψάλτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Ἡ ἠχογράφηση ἔγινε ἐντὸς τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ τὸ 1957. Ὁ Θρ. Στανίτσας ἀπελάθη τὸ 1964 ἀπὸ τὴν Κων/πολη καὶ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1966 καὶ 1981 ἔψαλλε στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ἀμπελοκήπων. Ἐκοιμήθη τὸ 1987. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν τεχνικὴ τοῦ μέλους, ὅπως ἀκριβῶς τὸ συνέθεσε Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος, θὰ ἐπισημάνω συντόμως κάποια σημεῖα του, ὥστε νὰ τὸ παρακολουθήσετε βλέποντας συγχρόνως τὸ κείμενο.

Κύριος ἦχος τοῦ μέλους εἶναι ἱεροπρεπὴς πλ. τοῦ Δ΄ ποὺ ἁρμόζει στὴν ταπεινὴ ἱκεσία, ἀλλὰ παρεμβάλλονται σ’ αὐτὸ καὶ γραμμὲς ἄλλων ἤχων μὲ φυσικότητα, ὥστε μὴ εἰδικὸς νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν μεταβολή. Στὴν φράση π.χ «ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις» λέξη «ἁμαρτίαις» ἀποδίδεται μὲ μέλος χρωματικό, γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν θλίψη ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Στὸ «περιπεσοῦσα γυνὴ» μεταβάλλεται ἐπίσης σὲ χρωματικὸ καὶ κατέρχεται σὲ χαμηλοὺς τόνους γιὰ νὰ εἰκονίσῃ τὸ βάθος τῶν κακῶν ἐκ τῆς πτώσεως. Ἐν συνεχείᾳ ἡ λέξη «τὴν Σὴν» ἐκτείνεται σὲ μακρὰ γραμμή, γιὰ νὰ ἐξάρῃ τὸ ἄπειρον τῆς θεότητος. Στὴν μετοχὴ «ὀδυρομένη» τὸ μέλος χρησιμοποιεῖ τὸν πλ. τοῦ Β΄, γιὰ νὰ εἰκονίσῃ τὸ πένθος τοῦ ὀδυρμοῦ. Τὸ «οἴμοι λέγουσα» ζωγραφεῖ ἐπιφώνημα πόνου σὲ χαμηλοὺς τόνους, γιὰ νὰ ἀποδοθῇ ἡ ταπεινὴ ἱκεσία. Μὲ τόνους ὀξεῖς καὶ μέλος χρωματικὸ ἐξαίρεται μανία τοῦ πάθους στὴν φράση «οἶστρος ἀκολασίας», ἐνῶ στὴν φράση «ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος», κατέρχεται τὸ μέλος σὲ τόνους βαρεῖς, γιὰ νὰ εἰκονισθῇ τὸ σκοτεινὸ βάθος στὸ ὁποῖο βυθίζεται ἄνθρωπος διὰ τῆς ἁμαρτίας. Στὴν φράση «ἔρως τῆς ἁμαρτίας» «ἔρως» ἀποδίδεται σὲ ἦχον πρῶτον, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι στὴν ἀρχὴ ἁμαρτία εἶναι εὐχάριστη, ἀλλὰ στὴν λέξη «ἁμαρτίας» τὸ μέλος μετατρέπεται σὲ χρωματικό, γιὰ νὰ ἐπισημάνῃ ὅτι τὴν ἀρχικὴ ἡδονὴ ἀκολουθεῖ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση. Μὲ ὑψηλοὺς τόνους ἐκφράζεται τὸ ἔντονο τῆς δεήσεως στὸ «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων» καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ χαμηλοὺς τόνους περιπαθὴς ἱκεσία. Μὲ γραμμὴ τοῦ Γ΄ ἤχου ἀρχίζει ἠ ἀπόδοση τῶν «στεναγμῶν», ἀλλ’ ἐν συνεχείᾳ τὸ μέλος γίνεται πάλι χρωματικὸ καὶ ὀξύνεται σὲ γοερὴ ἱκεσία. κλίση τῶν οὐρανῶν ἀποδίδεται μὲ βαρεῖς τόνους.Ἡ «ἄφατος κένωσις» έξαίρεται μὲ πολλὲς γραμμὲς. Στὴν φράση «Ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ» χρησιμοποιεῖται πάλι ὁ Α΄ ἦχος γιὰ νὰ ἀναδείξῃ τὴν τερπνότητά τοῦ παραδείσου. Στὸ «κρότον τοῖς ὠσὶν» τὸ μέλος κατασκευάζει σχῆμα κρότου καὶ στὸ «ἐκρύβη» κατέρχεται σὲ τόνους βαρεῖς στὸν πλ. τοῦ Β΄, ἀποτυπώνοντας τὸν φόβο τῶν πρωτοπλάστων. Τὰ «πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν» ἀποδίδονται μὲ ἐκτεταμένη μουσικὴ γραμμὴ καὶ ἐρώτηση «Τίς ἐξιχνιάσει» ἐκφράζει σὲ τόνους ὀξεῖς τὴν ἔντονη ἀπορία, ἐνῶ στὸ «μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς» μὲ τὴν κατάβαση τοῦ μέλους εἰκονίζεται δουλικὴ ὑπόκλιση. Στὸ τέλος μακρὰ μουσικὴ γραμμὴ παριστάνει τὸ «ἀμέτρητον ἔλεος»τοῦ Θεοῦ».

 

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

 

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνὴ

τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μῦρά σοι

πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει, οἴμοι λέγουσα,

ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων νεφέλαις στημονίζων

τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ.

Κάμφθητί μοι

πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας κλίνας τοὺς οὐρανοὺς

τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν

τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ

Εὔα τὸ δειλινὸν

κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη

καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους

τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.


 

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

 

Κύριε, γυναῖκα ἐκείνη

σὲ πολλὲς ποὺ σκόνταψε καὶ ξέπεσε ἀμαρτίαις, ὅντας σὲ ἔνοιωσε Θεό, μὲ ὀδυρμοὺς μυροφορεῖ

γιὰ χάρη σου, πρὶν ἀπ’ τὸ μνῆμα, ἀλοίμονό μου λέγοντας.

Εἶναι μιὰ νύχτα μέσα μου, ἔξαψη τῆς λαγνείας, δίχως φεγγγάρι ἔρωτας- ἅδης τῆς ἀμαρτίας.

Σὲ ἱκετεύω νὰ δεχτῇς

τὶς κρῆνες τῶν ματιῶν μου, στὰ νέφη ἐσὺ ποὺ διάζεσαι τῶν θαλασσῶν τὸ κῦμα.

Σκύψε γιὰ μένα κι ἄκουσε τὸν θρῆνο τῆς καρδιᾶς μου, ἐσὺ ὁποὺ χαμήλωσες

σ’ ἀνείπωτη ταπείνωση τὸ ὕψος τ’ οὐρανοῦ σου. Μὲ ἄπειρα φιλήματα τὰ πόδια σου θ’ ἀγγίξω

καὶ μὲ λυμένα τὰ μαλλιὰ πάλι θὰ τὰ σπογγίσω.

Τ’ ἄχραντα πόδια αὐτὰ ποὺ ἡ Εὔα τότε τ’ ἄκουσε νὰ περπατοῦν τὸ δεῖλι

κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε. τῶν ψυχῶν μας Λυτρωτή, νὰ ἀνακρίνῃ ποιός μπορεῖ τὰ μύρια κρίματά μου

καὶ τῶν βουλῶν σου τ’ ἄπατα ποιός θὰ τὰ ξεδιαλύνῃ;

Τὴν δούλη σου τὴν ταπεινὴ μὴν τήνε προσπεράσῃς, ἐσὺ ποὺ τὴν ἀρίφνητη ἔχεις ἐλεημοσύνη.

 

Μετάφραση: Κων. Ἰω. Δάλκος